Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Παιῶνά

См. также в других словарях:

  • Παιῶνα — Παιάν physician masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιῶνα — Παιάν physician masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παίωνα — Παιάν physician masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίωνα — παίων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιῶν' — Παιῶνα , Παιάν physician masc acc sg (ionic) Παιῶνι , Παιάν physician masc dat sg (ionic) Παιῶνε , Παιάν physician masc nom/voc/acc dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιῶν' — παιῶνα , Παιάν physician masc acc sg (ionic) παιῶνι , Παιάν physician masc dat sg (ionic) παιῶνε , Παιάν physician masc nom/voc/acc dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινωμώ — ἐπινωμῶ, άω (Α) [νωμώ] 1. εφαρμόζω πάνω σε κάτι («οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾱν», Σοφ.) 2. προσβλέπω σε κάτι, παρατηρώ («σώματα... ὀμμάτων αὐγαῑς ἐπενώμας», Ευρ.) 3. διανέμω («λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἀμή», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • λιβεριανός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στη Ρώμη, μαζί με τους Ευέλπιστο, Ιέρακα, Ιουστίνο τον φιλόσοφο, Παίωνα, Χαρίτωνα και τη Χαριτώ. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * ή, ό [Λιβερία] 1. αυτός που ανήκει ή… …   Dictionary of Greek

  • παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… …   Dictionary of Greek

  • πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»