-
1 επινωμαω
1) распределять, раздавать, давать в удел(τὰ λάχη κατ΄ ἀνθρώπους, κλήρους Aesch.)
ἄλλα ἐπ΄ ἄλλοις ἐπενώμα Ἄρης Soph. — каждому (из «семерых против Фив») Арей уготовил особый удел2) обводитьὀμμάτων αὐγαῖς ἐ. τι Eur. — озирать что-л.
3) приводить, находить(παιῶνά τινα κακῶν τινι Soph.)
См. также в других словарях:
Παιῶνα — Παιάν physician masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιῶνα — Παιάν physician masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παίωνα — Παιάν physician masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίωνα — παίων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιῶν' — Παιῶνα , Παιάν physician masc acc sg (ionic) Παιῶνι , Παιάν physician masc dat sg (ionic) Παιῶνε , Παιάν physician masc nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιῶν' — παιῶνα , Παιάν physician masc acc sg (ionic) παιῶνι , Παιάν physician masc dat sg (ionic) παιῶνε , Παιάν physician masc nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινωμώ — ἐπινωμῶ, άω (Α) [νωμώ] 1. εφαρμόζω πάνω σε κάτι («οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾱν», Σοφ.) 2. προσβλέπω σε κάτι, παρατηρώ («σώματα... ὀμμάτων αὐγαῑς ἐπενώμας», Ευρ.) 3. διανέμω («λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἀμή», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
λιβεριανός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στη Ρώμη, μαζί με τους Ευέλπιστο, Ιέρακα, Ιουστίνο τον φιλόσοφο, Παίωνα, Χαρίτωνα και τη Χαριτώ. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * ή, ό [Λιβερία] 1. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
παιώνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Mένδη της Xαλκιδικής, που έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Eίναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες των οποίων σώζεται πρωτότυπο έργο· η Νίκη του μουσείου της Ολυμπίας, που χρονολογείται γύρω στο… … Dictionary of Greek
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek