Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Μηλώσιος

См. также в других словарях:

  • μηλώσιος — μηλώσιος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλωτή (Ι) «δέρμα προβάτου» (με συριστικοποίηση τού τ πριν από ι ), προσωνυμία τού Διός, που φορούσε προβιά] …   Dictionary of Greek

  • μηλώσιος — μήλωσις probing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) μηλώσιος guardian of sheep masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»