-
1 Μινως
-
2 Μίνως
AΜίνωος Od.11.322
, 17.523; acc.Μίνωα Il.13.450
, Od.11.568; also gen.Μίνω Hdt.1.173
; acc.Μίνων Il.14.322
, Hdt.7.171, (lyr.), Pl. Lg. 630d, A.R.3.1107; dat. :—Adj. [full] Μῑνώϊος, α, ον, [dialect] Att. - ῷος, h.Ap. 393, etc.; Μινῷος, ὁ (sc. μήν), name of fictitious month, Luc.VH2.13; Μινῴα, ἡ, a kind of grape, Hsch.:—fem. [full] Μῑνωΐς, ΐδος, A.R.2.299; νύμφη, i. e. Ariadne, Call.in PSI9.1092.59. -
3 Μίνως
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Μίνως
-
4 Μίνως
Grammatical information: m.Meaning: name of a Cretan king (Il.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Foreign word of unknown meaning, by Brandenstein Jb. f. kleinas. Forsch. 2. 13 ff. interpreted as appellativum = `king'. Cf. Heubeck, Praegraeca 48ff. -- Here Μινώταυ-ρος, folketymolog. reshaped foreign word (cf. v. Wilamowitz Eur. Her. on v. 1327); acc. to v. Blumenthal ZNF 16, 155 ff. prop. `bull-man' like Κέν-ταυρος `horse -man' (?).Page in Frisk: 2,243Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Μίνως
-
5 Μίνως
Μί̱νως, Μίνωςmasc nom /voc /acc plΜί̱νως, Μίνωςmasc nom /voc sg -
6 Μίνω
-
7 παλαιός
παλαιός, alt, hochbejahrt; ἢ νέος ἠὲ παλαιός, Il. 14, 108 u. öfter; παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς, einem alten Manne ähnlich, 14, 136; παλαιὸς γέρων, παλαιὴ γρηῠς, Od. 13, 432. 19, 346; auch νῆες πολλαί, νέαι ἠδὲ παλαιαί, 2, 293; auch οἶνος, alter Wein, 2, 340; – auch alt = aus der Vorzeit, von Menschen, die vor Alters gelebt haben, παλαιῶν, τάων αἲ πάρος ἦσαν, Od. 2, 118; παρ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ, Il. 11, 116; von Alters her, ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός, 6, 215; Pind. οἶνος, Ol. 9, 52; ῥήσιες, 7, 54; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς, Aesch. Spt. 722; παλαιὸν ἄγκαϑεν λαβὼν βρίτας, Eum. 80; πῶς οὖν παλαιὰ παρὰ νεωτίρας μάϑω, Ch. 169; τὸ παλαιόν, adv., vor Alters, Pers. 103; ὁ πρὶν παλαιὸς ὄλβος, Soph. O. R. 1282, öfter; Λαΐου παλαιὰ ϑέσφατα, O. R. 907; oft bei Eur., Ar. u. in Prosa, dem νέος u. καινός entgeggstzt; Her. braucht häufig τὸ παλαιόν wie τὸ πάλαι adverbialisch, sonst, vor Alters, ehemals, 1, 171. 4, 12; τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον, 9, 26; vgl. Plat. Crat. 401 c; ὥςπερ τὸ παλαιόν, Euthyd. 288; τό γε παλαιόν, Crat. 420 b; Xen. An. 3, 4, 7. wie Pol. 6, 7, 4; νῦν μέν – τὸ παλαιὸν δέ, Arist. H. A. 8, 36; παλαιός τίς ἐστι λόγος οὗτος οὗ μεμνήμεϑα, eine alte Rede, Plat. Phaed. 70 c; κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον, Gorg. 499 c, wie διασώζοντες τὴν παλαιὰν παροιμίαν, Rep. I, 329 a; μήτε τῶν πα λαιῶν, μήτε τῶν νῦν ὄντων, Conv. 221 c; ἐκ παλαιοῠ, Antiph. 2 α 5; Xen. Mem. 3, 5, 8; mit ἀρχαῖος vrbdn, dem πρῴην entgeggstzt, Dem. 22, 14. – Veraltet, vor Alter unbrauchbar geworden, καὶ μὴν τάγ' ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί' ἔπη, Soph. O. R. 290, Schol. erkl. σαϑρά, vgl. Aesch. Prom. 317; aber auch = durch Alter ehrwürdig, εἴργεσϑαι ἱερῶν, ϑυσιῶν, ἀγώνων, ἅπερ μέγιστα καὶ παλαιότατα τοῖς ἀνϑρώποις, Antiph. 6, 4. – Comparat. u. superlat. theils regelmäßig, παλαιότερος, Pind. N. 6, 55, Plat. Prot. 341 a Euthyd. 286 c u. immer so, theils παλαίτερος, Pind. P. 10, 58, ἄλσει παλαιτάτῳ, N. 7, 44; so Aesch. Ch. 639 Eum. 691; Eur. Herc. F. 769 Med. 68; ἐκ παλαιτέρου, von alten Zeiten her, Her. 1, 60; Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, Thuc. 1, 4; in späterer Prosa gewöhnlich so. – [Die mittlere Sylbe ist bei den Attikern zuweilen kurz, Eur. El. 497 u. in der Anth.; vgl. Jacobs A. P. p. 518 u. Gaisford Hephaest. p. 216.]
-
8 τίκτω
τίκτω, erzeugen, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 198; fut. τέξω, Od. 11, 249 H. h. Merc. 493, gew. τέξομαι, Iliad. 19, 99 H. h. Apoll. 101 Hes. Th. 469. 898; poet. τεκοῠμαι, τεκεῖσϑαι, H. h. Ven. 127, welche Form Buttm. ausf. gr. Gr. 1p. 406 bezweifelt, so wie τεξείεσϑε bei Arat. Phaen. 124; aor. ἔτεκον, perf. τέτοκα, τετοκυῖα, Hes. O. 593; unattisch ist τέτεγμαι, ἐτέχϑην, die sich bei Hippocr., Anacr. 36, 8. 38, 1, Pausan. u. a. Sp., wie N. T. Matth. 2, 2 finden; τέτογμαι nur bei Synes.; ἔτεξα ist selten, s. Lob. Phryn. p. 743; die Dichter brauchen das med. τίκτομαι gleichbedeutend mit dem act., Aesch. bei Ath. XIII, 600 b; τέξασϑαι, Hes. Th. 889, zw.; häufiger aor. II. ἐτεκόμην, τεκέσϑαι, Hem. – Gew. von der Mutter, gebären, τέκνα, παῖδα, υἱόν, oft Hom., τινί, einem Vater ein Kind gebären, auch ὑπό τινι, Il. 2, 714. 728. 742. 5, 313. 7, 469. 14, 492; ἔκ τινος, Isae. 3, 15; παρά τινος, Luc. Alex. 42; παρά τινι, Eur. El. 62; Plut. Pericl. 24; παῖδα τέξεται Pind. P. 9, 59; ἡ τεκοῦσα, die Mutter, Aesch. Spt. 909 Eum. 441; oft Soph. u. A., auch praes., ἡ τίκτουσα, Soph. El. 334 O. R. 1247; ὥςπερ ἡ τίκτουσ' ἐγώ El. 523; in Prosa, μακάριόν σε ἡ μήτηρ ἔτικτεν, Plat. Charmid. 158 b; – vom Vater, erzeugen, oft bei Hem., Iliad. 6, 206 Ἱππόλοχος δ' ἔμ' ἔτικτε, Odyss. 14, 174 ὃν τέκ' Ὀδυσσεύς, Odyss. 4, 387 τὸν δέ τ' ἐμόν φασιν πατέρ' ἔμμεναι ἠδὲ τεκέσϑαι, das medium Homerisch statt des activ.; Iliad. 13, 450 sqq. Ζηνός, ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον· Μίνως δ' αὖ τέκεϑ' υἱὸν ἀμύμονα Δευκαλίωνα, Δευκαλίων δ' ἐμὲ τίκτε. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 n. 155. Hes. im act. Th. 208. 281, im med. frg. 32, 1; Eur. I. A. 938; τίκτει ὁ ϑρώσκων Aesch. Eum. 630; ὁ τεκών, der Vater, Ch. 679; vgl. Seph. C. C. 1110 u. Eur. El. 335. – Von beiden Eltern zusammen, Il. 22, 234. 481. 486. 24, 727 Cd. 7, 55. 23, 61; Hes. Th. 45; οἱ τεκόντες, die Eltern, Eur. Ion 51; Aesch. Spt. 49; Soph. O. R. 999 u. einzeln auch in Prosa. – Auch von Thieren, Junge bringen, werfen, von einer Stute, Il. 16, 150. 22, 225, μῆλα OI. 4, 86. 19, 113; von einer Kuh Hes. O. 593; vom Hafen, τὰ μὲν τέτοκε, τὰ δὲ τίκτει, τὰ δὲ κύει, Xen. Cyn. 5, 13; von Vögeln, Il. 2, 313; ὠὰ τίκτειν, Eier legen, Her. 2, 68 u. Sp. – Von Früchten, καρπόν Ar. Nubb. 1103; ἡ γῆ τίκτουσα ποίαν Eur. Cycl. 332; γαἴαν αὐτήν, ἣ τὰ πάντα τίκτεται Aesch. Ch. 127. – Uebh. hervorbringen, verursachen, λέγω τὴν χώρην λιμὸν τέξεσϑαι Her. 7, 49; τὸ δυσσεβὲς ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει Aesch. Ag. 760, vgl. vs. 763 und Ch. 794; φύλαξον μὴ ϑράσος τέκῃ φόβον Suppl. 493; καὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεται Spt. 419; χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ' ἀεί Soph. Ai. 518; αὐδῶ μὴ τίκτειν σ' ἄταν ἄταις El. 228; ῥήματα Ar. Ran. 1057; μέλη Eur. Suppl. 192; ἐξ ὑγροῦ πῦρ τέτοκας Mel. 51 (V, 176); in Prosa, ἃ γενόμενα ἀεὶ τίκτει πόλεμον καὶ ἔχϑραν Plat. Rep. VIII, 547 a; ἵνα πολλοὺς καὶ καλοὺς λόγους τίκτῃ Conv. 210 d; πῦρ τέξεται, sie wird eine Feuersbrunst erregen, Xen. Cyr. 7, 5, 23; Sp., wie Plut.
-
9 βασιλεύω
βασιλεύω, 1) König sein, herrschen, absolut, Il. 2, 203; Ἰϑάκης κατὰ δῆμον Odyss. 22, 52; ἔνϑα τε Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής 19, 179; ἶσον ἐμοὶ βασίλευε, καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς Iliad. 9, 616; von einer Frau, nicht = regieren, sondern an einen König verheirathet sein, Iliad. 6, 425 μητέρα δ', ἡ βασίλευεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ; Pind. P. 4, 166 N. 9, 11; bei Att., ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. Rep. V, 473 c; ἐν Πέρσαις Xen. Cyr. 1, 5, 4; ἐβασίλευσε, er wurde König, Her. 1, 130; Thuc. 2, 99. Bei Andoc. 1, 17 ἄρχων βασιλεύς sein. – 2) Mit einem Casus, τινί, Odyss. 7, 59 ὅς ποϑ' ὑπερϑύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν, Homerisch anstatt des genitiv.; Iliad. 2, 206 ἵνα σφίσι βασιλεύῃ; Pind. P. 10, 3; gew. τινός, Od. 11, 285 ἡ δὲ Πύλου βασίλευε, s. oben über Iliad. 6, 425, vgl. Scholl.; Her. 1, 206; χώρας, ϑεῶν, Plat. Polit. 259 a Conv. 195 c; Folgde. – Pass., von Königen beherrscht, verwaltet werden, τιμά Pind. P. 4, 106; πόλις Plat. Legg. III, 684 a; ὑπὸ νόμου Lys. 2, 19; βασιλευϑῆναι Pol. 4, 1. – 3) von der königlichen Partei sein, Plut. Syll. 12. – 4) wie ein König leben, Plut. virt. et vit. E.; N. T.
-
10 ὀαριστής
ὀαριστής, ὁ, der, mit dem man vertraulich umgeht u. sich unterhält, Genosse, Gesellschafter; Μίνως heißt Od. 19, 179 Διὸς μεγάλου ὀαριστής; Plat. Minos 319 d sagt ὀαριστὴς συνουσιαστής ἐστιν ἐν λόγοις. S. auch Timon bei Plut. Num. 8, Schwätzer.
-
11 ἐπι-μέμφομαι
ἐπι-μέμφομαι, dep. med., tadeln worüber, Vorwürfe machen, τινί τι, ἤ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι Od. 16, 97, wie 115; ἐμὶν ἐπεμέμψατο Theocr. 2, 144; τὰ Κροῖσος ἐπιμεμφόμενος τῷ Κύρῳ ἐς τὰ χρηστήρια ἔπεμπε Her. 1, 75; τινὶ ἀντί τινος, 4, 159; selten τινά τινος, z. B. ὧν ἐπιμεμφομένα σε Soph. Tr. 122; τινί τινος, Luc. D. Mort. 27, 2; – sich worüber beschweren, unzufrieden sein, zürnen, εἰ ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται εἴϑ' ἑκατόμβης, um die Hekatombe, Il. 1, 65. 2, 225; mit ἕνεκα, 1, 94; ἐπιμέμφεσϑε ὅσα ὑμῖν Μίνως ἔπεμψε δακρύματα Her. 7, 169, vgl. 1, 116; hinterher sich beschweren, 2, 129.
-
12 επιουρος
-
13 θεμιστευω
1) вершить суд, судить(Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.)
2) управлять, повелевать(παίδων ἤδ΄ ἀλόχων Hom.)
3) ( о божестве) (воз)вещать4) давать оракул, прорицать(τινί Eur., Plut.)
-
14 ολοοφρων
2, gen. ονος1) замышляющий гибель, т.е. несущий гибель, губительный(ὕδρος, λέων, σῦς κάπροσ Hom.)
2) ужасный, страшный(Ἄτλας, Μίνως Hom.)
-
15 Μίνωα
Μί̱νω̆α, Μίνωςmasc acc sg -
16 Μίνωας
Μί̱νω̆ας, Μίνωςmasc acc pl -
17 Μίνωες
Μί̱νω̆ες, Μίνωςmasc nom /voc pl -
18 Μίνωι
Μί̱νω̆ι, Μίνωςmasc dat sg -
19 Μίνων
Μί̱νων, Μίνωςmasc acc sg -
20 Μίνωος
Μί̱νω̆ος, Μίνωςmasc gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μίνως — Μί̱νως , Μίνως masc nom/voc/acc pl Μί̱νως , Μίνως masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίνως — Μυθικός βασιλιάς της Κρήτης, γιος της Ευρώπης και του Δία, αδελφός του Ραδάμανθη και του Σαρπηδόνα. Παντρεύτηκε την Πασιφάη, κόρη του Ήλιου και απέκτησε μαζί της τη Φαίδρα, την Αριάδνη, την Ακακαλλίδα, τον Κατρέα, τον Δευκαλίωνα και τον Γλαύκο.… … Dictionary of Greek
Αργυράκης, Μίνως — (Σμύρνη 1920 – Αθήνα 1998). Ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος. Αυτοδίδακτος, παρουσίασε έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μόσχα κ.α.). Ως σκιτσογράφος συνεργάστηκε με διάφορες… … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Μίνως — (Αθήνα 1925 –). Σκηνοθέτης και μεταφραστής θεατρικών έργων. Σπούδασε θέατρο κοντά στον Κάρολο Κουν, στη δραματική σχολή του θεάτρου Τέχνης, όπου και μετέφρασε έργα κυρίως του αμερικανικού ρεπερτορίου, όπως Η ζωή με τον πατέρα και Η μικρή μας πόλη … Dictionary of Greek
Δούνιας, Μίνως — (Ρουμανία 1900 – Αθήνα 1962). Μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και μουσικοπαιδαγωγός. Αποφοίτησε από τη Ροβέρτειο σχολή της Κωνσταντινούπολης. Το 1921 σπούδασε μουσική στην ανώτατη κρατική σχολή μουσικής του Βερολίνου και από το 1925 μουσικολογία… … Dictionary of Greek
Ζώτος, Μίνως — (Νεοχώρι, Αιτωλία 1905 – 1932). Ποιητής. Γράφτηκε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του για να εργαστεί ως ταμίας στον δήμο Αθηναίων. Οι ποιητικές συλλογές του Βήματα (1929) και Αφιέρωμα… … Dictionary of Greek
Минос — (Μινως) мифический царь Крита, на которого перенесено все, что известно из истории этого острова за последние два века до Троянской войны. Так, он считается основателем морского господства критян; ему же приписывается знаменитое древнекритское… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μινώταυρος — Μυθολογικό τέρας της Κρήτης, που είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου. Το τέρας αυτό υποτίθεται ότι ήταν καρπός των ερωτικών σχέσεων της Πασιφάης, γυναίκας του βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, με έναν κατάλευκο ταύρο, που είχε στείλει ο Ποσειδώνας στον … Dictionary of Greek
Минос — (Minos, Μίνως). 1) Сын Зевса и Европы, брат Радаманфия, критский царь и законодатель, после смерти сделавшийся одним из судей подземного мира (другие судьи Раманфий и Эак). 2) Внук предыдущего, с которым он иногда смешивался, супруг Пасифаи и… … Энциклопедия мифологии
Minos Kyriakou — Minos X. Kyriakou (alternate spelling: Minos Kiriakou) (born May 31, 1942 in Poros, Greece; in Greek: Μίνως (Μηνάς)Κυριακού) is a Greek billionaire[1] shipping magnate and businessman. He is the Chairman of Euroholdings Capital Investment… … Wikipedia