Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπι-μέμφομαι

См. также в других словарях:

  • επιμωμώμαι — ἐπιμωμῶμαι (Α) κατηγορώ επί πλέον κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)] …   Dictionary of Greek

  • κατάμομφος — κατάμομφος, ον (Α) 1. άξιος μομφής 2. δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. ά μομφος, επί μομφος] …   Dictionary of Greek

  • προσαιτιώμαι — άομαι, Α κατηγορώ επί πλέον κάποιον ως ένοχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰτιῶμαι «μέμφομαι, κατηγορώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσμέμφομαι — Α μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»