Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κρᾶσις

См. также в других словарях:

  • κρᾶσις — mixing fem nom sg (attic) κρᾶσις mixing fem nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράσις — κρά̱σῑς , κρᾶσις mixing fem acc pl (attic epic doric ionic aeolic) κρά̱σῑς , κρᾶσις mixing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρᾶσιν — κρᾶσις mixing fem acc sg (attic) κρᾶσις mixing fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кразис — (κράσις) в грамматике соединение конечного гласного одного слова с начальным другого. Ставящийся в греческом языке для означения К. над гласным знак апострофа называется коронис. Пример К.: τούνομα вместо τό όνομα …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κρῆσι — κρᾶσις mixing fem voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆσιν — κρᾶσις mixing fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρῆσις — κρᾶσις mixing fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράσει — κρά̱σει , κρᾶσις mixing fem nom/voc/acc dual (attic epic) κρά̱σεϊ , κρᾶσις mixing fem dat sg (attic epic) κρά̱σει , κρᾶσις mixing fem dat sg (attic ionic) κρά̱σει , κρᾶσις mixing fem nom/voc/acc dual (attic epic doric aeolic) κρά̱σεϊ , κρᾶσις… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • κράσεις — κρά̱σεις , κρᾶσις mixing fem nom/voc pl (attic epic) κρά̱σεις , κρᾶσις mixing fem nom/acc pl (attic) κρά̱σεις , κρᾶσις mixing fem nom/voc pl (attic epic doric aeolic) κρά̱σεις , κρᾶσις mixing fem nom/acc pl (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»