Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κέρασμα

См. также в других словарях:

  • κέρασμα — mixture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρασμα — το, ατος 1. κένωση κρασιού στα ποτήρια: Είχε αναλάβει το κέρασμα. 2. φιλοδώρημα, πουρμπουάρ: Το γκαρσόνι πήρε δύο ευρώ κέρασμα από την παρέα εκείνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρασμα — το (ΑΜ κέρασμα) [κεράννυμι] νεοελλ. 1. προσφορά κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος 2. μοίρασμα κρασιού στα ποτήρια 3. φιλοδώρημα σε χρήμα μσν. κύπελλο γεμάτο κρασί αρχ. 1. μίγμα, κράμα 2. κράμα από διάφορα ποτά 3. ασθένεια που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • κερασμάτων — κέρασμα mixture neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσμασιν — κέρασμα mixture neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσματα — κέρασμα mixture neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσματι — κέρασμα mixture neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσματος — κέρασμα mixture neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας των Σπαρτιατών και συμβόλιζε το κέρασμα του κρασιού. Οι υπηρέτες που κερνούσαν το κρασί και παρασκεύαζαν το ψωμί στα σπαρτιατικά συσσίτια είχαν ανεγείρει άγαλμα προς τιμήν του. * * * Κεράων, ωνος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) …   Dictionary of Greek

  • ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • επίχυση — η (AM ἐπίχυσις) [επιχύνω] χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι αρχ. μσν. ασθένεια τών οφθαλμών αρχ. 1. συρροή («ἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῑν πολιτῶν», Πλάτ.) 2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῡντο», Πλούτ.) 3. επάλειψη, επίχριση 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»