-
1 κέρασμα
-
2 κέρασμα
κέρασμαmixture: neut nom /voc /acc sg -
3 κέρασμα
2 drink poured out (cf.κεράννυμι 1.1
), IGRom.4.696 ([place name] Hieropolis);οἴνου ἀκράτου κ. LXX Ps.74(75).8
.3 mixed disease, Gal.9.675.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέρασμα
-
4 κέρασμα
κέρασμα, τό, das Gemischte, bes. Mischtrank; bes. von gemischtem Wein -
5 κέρασμα
τό1) угощение, потчевание; 2) чаевые -
6 κέρασμα
treatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κέρασμα
-
7 κέρασμα,-ατοςτό N 3 0-0-1-1-0=2[/*] Is 65,11; Ps 74(75),9
mixture Is 65,11; drink poured out Ps 74(75),9Lust (λαγνεία) > κέρασμα,-ατοςτό N 3 0-0-1-1-0=2[/*] Is 65,11; Ps 74(75),9
-
8 συγ-κέρασμα
συγ-κέρασμα, τό, Vermischung, Milderung, Sp.
-
9 κατα-κέρασμα
κατα-κέρασμα, τό, das Gemischte, die Mischung, Eust.
-
10 μετα-κέρασμα
μετα-κέρασμα, τό, Mischung aus zweierlei Dingen, Plut. de prim. frig. 15, ψυχροῦ καὶ ϑερμοῦ.
-
11 κερασμάτων
κέρασμαmixture: neut gen pl -
12 κεράσμασιν
κέρασμαmixture: neut dat pl -
13 κεράσματα
κέρασμαmixture: neut nom /voc /acc pl -
14 κεράσματι
κέρασμαmixture: neut dat sg -
15 κεράσματος
κέρασμαmixture: neut gen sg -
16 угощение
угощение с 1) (действие ) το φίλεμα, το τρατάρισμα; το κέρασμα (вином ) 2) (еда ) τα φαγητά* * *с2) ( еда) τα φαγητά -
17 магарыч
-а (-у) α. (απλ.) κέρασμα ποτού (λόγω επικερδούς αγοραπωλησίας)•с вас магарыч! θα μας κεράσετε!•
поставить магарыч κερνώ, βάζω να πιούμε.
|| δώρο ως κέρασμα. -
18 μετακερασμα
-
19 угощение
угощениес τό κέρασμα, τό τρατάρι-σμα -
20 treat
[tri:t] 1. verb1) (to deal with, or behave towards (a thing or person), in a certain manner: The soldiers treated me very well; The police are treating his death as a case of murder.) μεταχειρίζομαι, φέρομαι σε / αντιμετωπίζω2) (to try to cure (a person or disease, injury etc): They treated her for a broken leg.) κουράρω3) (to put (something) through a process: The woodwork has been treated with a new chemical.) επεξεργάζομαι4) (to buy (a meal, present etc) for (someone): I'll treat you to lunch; She treated herself to a new hat.) κερνώ, τρατάρω5) (to write or speak about; to discuss.) πραγματεύομαι2. noun(something that gives pleasure, eg an arranged outing, or some special food: He took them to the theatre as a treat.) απόλαυση, χαρά / κέρασμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κέρασμα — mixture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρασμα — το, ατος 1. κένωση κρασιού στα ποτήρια: Είχε αναλάβει το κέρασμα. 2. φιλοδώρημα, πουρμπουάρ: Το γκαρσόνι πήρε δύο ευρώ κέρασμα από την παρέα εκείνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέρασμα — το (ΑΜ κέρασμα) [κεράννυμι] νεοελλ. 1. προσφορά κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος 2. μοίρασμα κρασιού στα ποτήρια 3. φιλοδώρημα σε χρήμα μσν. κύπελλο γεμάτο κρασί αρχ. 1. μίγμα, κράμα 2. κράμα από διάφορα ποτά 3. ασθένεια που προέρχεται από… … Dictionary of Greek
κερασμάτων — κέρασμα mixture neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράσμασιν — κέρασμα mixture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράσματα — κέρασμα mixture neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράσματι — κέρασμα mixture neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράσματος — κέρασμα mixture neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεράων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας των Σπαρτιατών και συμβόλιζε το κέρασμα του κρασιού. Οι υπηρέτες που κερνούσαν το κρασί και παρασκεύαζαν το ψωμί στα σπαρτιατικά συσσίτια είχαν ανεγείρει άγαλμα προς τιμήν του. * * * Κεράων, ωνος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) … Dictionary of Greek
ακέραστος — η, ο (Α ἀκέραστος, ον) νεοελλ. εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος «ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·) 2. γραμμ. ο ασυναίρετος «ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῡ Ι καὶ… … Dictionary of Greek
επίχυση — η (AM ἐπίχυσις) [επιχύνω] χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι αρχ. μσν. ασθένεια τών οφθαλμών αρχ. 1. συρροή («ἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῑν πολιτῶν», Πλάτ.) 2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῡντο», Πλούτ.) 3. επάλειψη, επίχριση 4.… … Dictionary of Greek