Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Κλέων

См. также в других словарях:

  • Κλέων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλέων' — Κλέωνα , Κλέων masc acc sg Κλέωνι , Κλέων masc dat sg Κλέωνε , Κλέων masc nom/voc/acc dual Κλέωναι , Κλεώνη fem nom/voc pl Κλέωνα , Κλεώνης masc voc sg Κλέωνα , Κλεώνης masc nom sg (epic) Κλέωναι , Κλεώνης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλέων — I (; – 422 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του ευκατάστατου βυρσοδέψη Κλεαινέτου. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός της εποχής του που προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αριστοκρατικοί άσκησαν έντονη πολεμική εναντίον του …   Dictionary of Greek

  • κλέων — κλέω tell of pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παράσχος, Κλέων — (Πύργος Βουλγαρίας 1896 – Αθήνα 1964). Κριτικός και ποιητής. Σπούδασε εμπορικά στην Ελβετία, διετέλεσε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και τελικά δημοσιογράφησε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Για ένα διάστημα εργάστηκε και στο υπουργείο Τύπου. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφύλλου, Κλέων — Bλ. λ. Αττίκ …   Dictionary of Greek

  • Κλέωνα — Κλέων masc acc sg Κλεώνης masc voc sg Κλεώνης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλέωνας — Κλέων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλέωνες — Κλέων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλέωνι — Κλέων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλέωνος — Κλέων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»