-
1 λαρος
I.2(superl. λαρότατος - эп. λαρώτατος)1) приятный на вкус, лакомый, вкусный(δεῖπνον, δόρπον, οἶνος Hom.)
2) благовонный, душистый(ἄνθεα Anth.)
3) приятный для слуха, ласкающий слух(ἔπος Anth.)
4) красивый, прелестный(Ἀπόλλων Anth.)
II.(ᾰ, редко ᾱ) ὅ1) чайка Hom. etc.2) прожорливый, как чайка, обжора(Κλέων ὅ λ. Arph.)
3) глупый, как чайка, простофиля Luc. -
2 λάρος
ο чайка -
3 λαρις
См. также в других словарях:
λαρός — λαρός, όν (Α) ευχάριστος στη γεύση, στην οσμή, στην όψη ή στην ακοή (α. «λαρώτατος οἶνος», Ομ. Οδ. β. «λαρὸν ἔπος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο υπερθετικός τού επιθ. λᾱρώτατος με το ω τής κατάλ. αφήνει να εννοηθεί ότι το α τού τ. θα πρέπει στην… … Dictionary of Greek
λάρος — sea mew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… … Dictionary of Greek
λαρός — λᾱρός , λαρός pleasant to the taste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαρός, Γιόχαν — (Johann Laroche, Μπρατισλάβα 1745 – Βιέννη 1806). Γερμανός ηθοποιός του θεάτρου. Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τον σκηνικό ήρωα Κάσπερλ, με τον οποίο κατέληξε να ταυτιστεί. Ο Κάσπερλ αποτελούσε τυπική μορφή της αυστριακής λαϊκής κωμωδίας. Στο … Dictionary of Greek
λάρε — λάρος sea mew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροι — λάρος sea mew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάροις — λάρος sea mew masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρον — λάρος sea mew masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρου — λάρος sea mew masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρους — λάρος sea mew masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)