-
1 Καρχηδονίοις
Καρχηδόνιοςmasc /neut dat plΚαρχηδώνmasc /neut dat pl -
2 παρ-εν-οχλέω
παρ-εν-οχλέω, Einen daneben, während dessen beunruhigen, belästigen; τινί, Arist., παρηνώχλουν τοῖς Καρχηδονίοις Pol. 1, 8, 1 (wie Plut. Timol. 3); aber auch c. accus., 16, 37, 3, wie Plut. Rom. 21 u. öfter; pass., παρηνώχλησϑε Dem. 18, 50, παρενοχλούμενος ὑπ' αὐτῶν Pol. 3, 53, 6, Sp.
-
3 περι-ΐστημι
περι-ΐστημι (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασϑέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ ϑηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόϑεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῠτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῠ κεραυνοῠ τὴν ἀσϑένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταϑ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῠμα περιστάϑη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωϑεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασϑαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingerathen, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῠτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασϑαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῠν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῠσα ἡμῶν τοῠ κοινοῠ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχϑειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ ϑρηνοῠσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνϑάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόϑεν ἄλλοϑεν τὴν σωτηρίαν γενέσϑαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηϑείας δεήσεσϑαι δοκοῠσιν, αὐτοὺς βοηϑεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῠτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσϑαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προςεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
-
4 πολῑτεύω
πολῑτεύω, ein πολίτης, Bürger sein, u. als solcher an der Verwaltung des Staates theilnehmen, Xen. An. 3, 2, 26 Hell. 1, 5, 19; ἐλευϑέρως πολιτεύομεν, wir sind freie Bürger, Thuc. 2, 37, vgl. 4, 130; κατ' ὀλιγαρχίαν, 1, 19. 3, 62; κατὰ νόμους im Ggstz von πᾶν ποιεῖν τὸ προςταττόμενον, Pol. 4, 76, 2. – Pass. verwaltet, regiert werden, ἡ ἄριστα πολιτευομένη πόλις, Plat. Rep. V, 462 d; IV, 427 a; τούτων πόλις ἄμοιρος γενομένη πολιτευϑῆναι δύναιτ' ἂν καλῶς, Legg. III, 693 e; auch von Menschen, τοῖς εὖ πολιτευομένοις διὰ νόμων ὀρϑῶν, XII, 950 a; πολιτεύεσϑαι ἄλλως πως, eine andere Staatsverfassung haben, Xen. Cyr. 1, 1, 1; ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ πολιτευϑείη, οὔτ' οἶκος καλῶς οἰκηϑείη, Mem. 4, 4, 16; τὰ αὐτῷ πεπολιτευμένα, Din. 1, 46; πεπολίτευται κατὰ τοῦ δήμου, 101; αἱ τῶν πεπολιτευμένων αὐτοῖς εὐϑῦναι, Dem. 1, 28. – Aber ξένους τοὺς ἐπὶ Γέλωνος πολιτευϑέντας ist = zu Bürgern gemacht, D. Sic. 11, 72. – Am gewöhnlichsten med. mit aor. pass.; Bürger sein, ἐν ᾗ νῦν πολιτευόμεϑα, Plat. Menex. 238 c, vgl. Gorg. 513 b; Andoc. 2, 2; πολιτεύεσϑαι παρὰ Καρχηδονίοις, Pol. 7, 2, 4; den Staat verwalten, Thuc. 2, 15; ἀσφαλῶς ἐπολιτεύϑην, 6, 92; ἐπολιτεύεσϑ' ἂν ἅπαντα, Ar. Lys. 573; παρανόμως πολιτευϑῆναι, Lys. 26, 5; σωφρόνως πολιτευϑέντες, Aesch. 2, 176; ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι, Dem. 18, 4; ὑπὲρ τῶν ἐχϑρῶν πεπολίτευσαι πάντα, 265; ὅσοι τὰ παραπλήσια τούτοις πολιτεύονται καὶ πράττουσι, Pol. 17, 13, 11. Dah. οἱ πολιτευό-μενοι = die Staatsmänner, 27, 11, 1 u. sonst; im Ggstz von ἰδιωτεύοντες, Aesch. 1, 195; bes. Staatsredner, Dem. 24, 157.
-
5 συν-εμ-βαίνω
συν-εμ-βαίνω (s. βαίνω), mit, zugleich, zusammen hineingehen; τοῖς Καρχηδονίοις τὴν ϑάλασσαν, Pol. 1, 20, 7; εἰς τὸν πόλεμον, 29, 3, 8.
-
6 ἐμ-μένω
ἐμ-μένω (s. μένω), bleiben, verweilen in Etwas; μελάϑροις Eur. frg.; ἐν τῇ κεφαλῇ Arr. Eccl. 1120; ἐν τῇ τάξει Plat. Legg. VIII, 844 c; ἐν τοῖς πολίσμασι Xen. An. 4, 7, 16; ἐν τοῖς τόποις Dem. 12, 21 (ep. Phil.); ohne Casus, Thuc. 8, 31 u. A.; – beharren bei Etwas, treu dabei bleiben, τῷ κηρύγματι, νόμῳ, Soph. O. R. 352 Ai. 343; τῇ ξυμμαχίᾳ, Thuc. 5, 47; τοῖς νόμοις, ὅρκοις, συνϑήκαις, Isocr. 1, 13. 4, 81, treu daran halten, sie beobachten (vgl. Aesch. ὅρκος ἐμμένει πιστώμασιν, Eum. 971); τῷ τιμήματι Plat. Apol. 39 b; τῇ ὁμολογίᾳ Theaet. 145 c; λόγῳ u. ä.; τῇ προαιρέσει, bei seinem Vorhaben, Arist. Eth. 7, 9, 1. – Selten ist in diesen Vrbdgn ἐν, z. B. ἐν ταῖς σπονδαῖς, Thuc. 4, 118; ἐν τῇ πίστει, ἐν ταῖς συνϑήκαις, Pol. 3, 70, 4. 5, 3, 7. – Auch Καρχηδονίοις, bei den Karthagern treu verbleiben, ihnen treu anhangen, App. Hisp. 24 Hannib. 35. – Von Sachen, bestehen, dauern, τέσσαρα καὶ δέκα ἔτη ἐνέμειναν οἱ τριακοντούτεις σπονδαί Thuc. 2, 1; τὸ σιδηροφορεῖσϑαι ἐμμεμένηκε τούτοις, ist geblieben, Gewohnheit geworden, 1, 5; vgl. Xen. Cyr. 1, 2, 16; ἐμμένει ὁ νόμος Plat. Legg. VII, 839 c; ἐὰν οὗτος ὁ λόγος ἐμμένῃ, besteht, Gültigkeit hat, Phaedr. 258 b.
-
7 περιίστημι
A. in the trans. tenses (with [tense] pf.περιέστᾰκα Pl. Ax. 370d
), place round,π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108
, etc.;π. στήλην τινί Hdt.3.24
;π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti. 78c
;στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1
: metaph.,π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123
;κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7
;π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5
.2 bring round,ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33
;εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.
l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε .. Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε .. Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82 ;π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2
; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer,π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20
;π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3
.II in [tense] aor. 1 [voice] Med., place round oneself,ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41
;φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4
.B [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2 ([tense] aor. 1, v.infr. 2), [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act. :— stand round about,περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532
; κῦμα περιστάθη a wave rose around ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.), Od.11.243 ;περιστῆναι περί τι Pl.Ti. 84e
; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14 ;ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25
(Epid.).2 c. acc. objecti, encircle, surround,χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603
; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356 ; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί ([dialect] Ep. [ per.] 3pl. subj. [tense] aor. 2 for - στῶσι ) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50 ; soπεριστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43
, cf. 9.5, A.Fr. 379, Pl.R. 432b;π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5
: metaph.,τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10
, cf.7.70 ;τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162
; ;διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137
;φόβος π. τινά Th.3.54
, cf. D.18.195.3 c. dat.,περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg. 947b
: mostly metaph., come round to one,ἡμῖν.. ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76
;τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60
; ;πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340
; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad,τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32
, cf. Epicur.Sent.38 ;οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7
.II come round, revolve, ; of winds,ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete. 365a6
; of Time,περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr.CP2.11.2
, cf. Hp.Nat.Hom.7.2 come round to, devolve upon, ;νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18
; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).3 of events, come round, turn out, esp. for the worse,ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac. 471
(but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th.4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men. 70c ; ; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι come to be dependent on chances, Th.1.78 ; , cf. 3.9 ;τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111
, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε .. Isoc.8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Lycurg.3 : c. inf.,περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218
, cf. Pl.Mx. 244d : c. part.,περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32
.III later, go round so as to avoid, shun,τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384
S.;τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4
;κύνας Luc.Herm.86
(though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.;τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239
; τὸ μοναρχικόν ib.31.189 ;τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93
;κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16
;τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4
;τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59
; π. μὴ .. to be afraid lest.., J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii A.D.):—so in [voice] Pass., (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιίστημι
-
8 ἐμμένω
A , etc.: [tense] pf.ἐμμεμένηκα Th.1.5
:— abide in a place,πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν E.Fr.362.12
; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar.Ec. 1120;ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.2.23
, cf. X.An.4.7.17, Epist.Phil. ap. D.12.22: abs., Th.8.31.2 abide by, stand by, cleave to, be true to, c. dat.,τοῖς ὁρκίοις Hdt.9.106
; , etc.;τῷ κηρύγματι S.OT 351
; ;ἐ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς Th.5.18
, cf. Isoc.7.81;τοῖς νόμοις X.Mem.4.4.16
;τῷ τιμήματι Pl.Ap. 39b
;τῇ δμολογίᾳ Id.Tht. 145c
, etc.; ἐ. τοῖς Καρχηδονίοις remain constant to them, App.Hisp.24; ἐ. ἐν ταῖς σπονδαῖς τὸν ἐνιαυτόν Indut. ap. Th.4.118;ἐν τῇ τάξει Pl.Lg. 844c
;ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ Isoc.9.89
: abs., stand fast be faithful, E.Ph. 1241, PTeb.382.22 (i B.C.).3 of things, remain fixed, stand fast, hold good, ; μάλα μοι τοῦτ' ἐμμένοι may it remain fixed in my mind, A. Pr. 534 (lyr.); εἴ σφι ἔτι ἐμμένει [ἡ φιλίη] Hdt.7.151; ;ἐ. ὁ νόμος Pl.Lg. 839c
;ἐὰν.. [ὁ λόγος] ἐμμένῃ Id.Phdr. 258b
; τὸ σιδηροφορεῖσθαι τοῖς ἠπειρώταις ἐμμεμένηκεν continued as a custom, Th.1.5. -
9 ἐμμένω
ἐμ-μένω, bleiben, verweilen in etwas; beharren bei etwas, treu dabei bleiben; τοῖς νόμοις, ὅρκοις, συνϑήκαις, treu daran halten, sie beobachten ; τῇ προαιρέσει, bei seinem Vorhaben. Auch Καρχηδονίοις, bei den Karthagern treu verbleiben, ihnen treu anhangen. Von Sachen: bestehen, dauern; τὸ σιδηροφορεῖσϑαι ἐμμεμένηκε τούτοις, ist geblieben, Gewohnheit geworden; ἐὰν οὗτος ὁ λόγος ἐμμένῃ, besteht, Gültigkeit hat
См. также в других словарях:
Καρχηδονίοις — Καρχηδόνιος masc/neut dat pl Καρχηδών masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
Latin archaïque — Prisca Latinitas Période République romaine Extinction Ier siècle av. J.‑C. (se perpétue dans le latin classique) Langues filles latin classique Parlée dans République romaine Rég … Wikipédia en Français
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
προσεκφέρω — Α [ἐκφέρω] 1. συνεισφέρω επί πλέον, καταβάλλω επί πλέον συνεισφορά («ἐκχωρεῑν Καρχηδονίοις Σαρδόνος καὶ προσεξενεγκεῑν ἄλλα χίλια... τάλαντα», Πολ.) 2. (για δρομείς) διανύω μεγάλη απόσταση … Dictionary of Greek