-
1 κενοφωνίας
κενοφωνίᾱς, κενοφωνίαvain talking: fem acc plκενοφωνίᾱς, κενοφωνίαvain talking: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 κενοφωνίας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κενοφωνίας
-
3 περιιστημι
(aor. 1 περιέστησα, aor. 2 περιέστην - эп. περίστην, pf. περιέστᾰκα и περιέστηκα; pass.: aor. περιεστάθην - эп. περιστάθην)1) ставить кругом, расставлять кругом, располагать вокругπ. τινί τι Plat. — окружать что-л. чем-л.;μεγίστους κινδύνους π. τινι Polyb. — окружать кого-л. величайшими опасностями;π. κακά τινι Dem. — обрушивать на кого-л. несчастья;περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων κύκλον Xen. — расставив вокруг себя копьеносцев2) поворачивать, обращать, приводитьπ. τινὰ εἰς τοὐναντίον Plat. — приводить кого-л. к противоположному мнению;
π. λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας Plut. — направить обсуждение на разыскание причины;π. κύκλῳ Arst. — вращаться3) вменять, приписывать(τὰς συμφορὰς εἴς τινα Dem.)
4) (тж. π. κύκλῳ Her.) становиться вокруг, обступать, окружать(περίστησαν ἑταῖροι Hom.; ὄχλος περιεστώς NT.)
κῦμα περιστάθη Hom. — волны вздулись кругом;πολλὸς χορὸν περιΐσταθ΄ ὅμιλος Hom. — многолюдная толпа окружала хоровод;π. τῇ κλίνη Plat. — стоять вокруг ложа;π. λόφον στρατεύματι Xen. — окружить холм войском;φόβος περιέστη τέν Σπάρτην Thuc. — страх охватил Спарту;5) со всех сторон подступать, подбираться, угрожать6) приходить, переходитьἐνταύθα τὰ πράγματα περιέστηκε Isocr. — вот до чего дошло дело;
τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ Thuc. — случилось обратное тому, (чего ожидал Никий);περιέστηκεν ἥ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Thuc. — то, что прежде было благоразумием, представляется теперь опрометчивостью;ἐς τύχας περιΐστασθαι Thuc. — становиться игралищем случайностей;περιστήσεται τὸ κράτος εἴς τι Plut. — власть перейдет к кому-л.7) отворачиваться (от), т.е. избегать(λυττῶντας κύνας Luc.; med.: τέν ἀφροσύνην Sext.; τὰς κενοφωνίας NT.)
-
4 περιίστημι
A. in the trans. tenses (with [tense] pf.περιέστᾰκα Pl. Ax. 370d
), place round,π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108
, etc.;π. στήλην τινί Hdt.3.24
;π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti. 78c
;στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1
: metaph.,π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123
;κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7
;π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5
.2 bring round,ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33
;εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.
l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε .. Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε .. Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82 ;π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2
; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer,π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20
;π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3
.II in [tense] aor. 1 [voice] Med., place round oneself,ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41
;φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4
.B [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2 ([tense] aor. 1, v.infr. 2), [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act. :— stand round about,περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532
; κῦμα περιστάθη a wave rose around ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.), Od.11.243 ;περιστῆναι περί τι Pl.Ti. 84e
; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14 ;ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25
(Epid.).2 c. acc. objecti, encircle, surround,χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603
; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356 ; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί ([dialect] Ep. [ per.] 3pl. subj. [tense] aor. 2 for - στῶσι ) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50 ; soπεριστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43
, cf. 9.5, A.Fr. 379, Pl.R. 432b;π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5
: metaph.,τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10
, cf.7.70 ;τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162
; ;διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137
;φόβος π. τινά Th.3.54
, cf. D.18.195.3 c. dat.,περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg. 947b
: mostly metaph., come round to one,ἡμῖν.. ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76
;τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60
; ;πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340
; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad,τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32
, cf. Epicur.Sent.38 ;οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7
.II come round, revolve, ; of winds,ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete. 365a6
; of Time,περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr.CP2.11.2
, cf. Hp.Nat.Hom.7.2 come round to, devolve upon, ;νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18
; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).3 of events, come round, turn out, esp. for the worse,ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac. 471
(but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th.4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men. 70c ; ; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι come to be dependent on chances, Th.1.78 ; , cf. 3.9 ;τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111
, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε .. Isoc.8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Lycurg.3 : c. inf.,περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218
, cf. Pl.Mx. 244d : c. part.,περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32
.III later, go round so as to avoid, shun,τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384
S.;τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4
;κύνας Luc.Herm.86
(though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.;τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239
; τὸ μοναρχικόν ib.31.189 ;τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93
;κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16
;τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4
;τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59
; π. μὴ .. to be afraid lest.., J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii A.D.):—so in [voice] Pass., (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιίστημι
-
5 περιίστημι
περιίστημι 1 aor. subj. 3 pl. περιστήσωσιν; EpJer 36; 2 aor. περιέστην; pf. ptc. περιεστηκώ (1 Km 4:15; TestSol 6:11 D) and περιεστώς; pres. mid. impv. 2 sg. περιίστασο (W-S. §15; B-D-F §93; Mlt-H. 207) (Hom. et al.; ins, pap, LXX; pseudepigr.).① to encircle by standing around some entity, stand around act. (cp. act. ‘cause to stand around, place around’ of cavalry posted for action Jos., Bell. 3, 148)ⓐ 2 aor. stand around abs. Ac 25:7 v.l. W. acc. of pers. (Appian, Hann. 28 §118 περιστάντες τὸ βουλευτήριον=they stood about the senate-house; Jos., Ant. 7, 16; 13, 169) περιέστησαν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι the Judeans stood around him 25:7.ⓑ pf. stand around (2 Km 13:31; Jdth 5:22; TestSol 6:11 D; Jos., Vi. 109) ὁ ὄχλος ὁ περιεστώς the crowd standing by (Appian, Hann. 19 §84 ἡ στρατιὰ περιεστῶσα) J 11:42. οἱ π. the bystanders MPol 2:2.② to go around so as to avoid, avoid, shun mid. (Philod., Rhet. I 384 S. τὰς ἁμαρτίας; M. Ant. 3, 4, 2; Sext. Emp., Math. 11, 93; Lucian, Herm. 86 κύνας; Diog. L. 9, 14; Iambl., Vi. Pyth. 31, 189 τὸ παράνομον; Philo, Ebr. 205; Jos., Bell. 2, 135, Ant. 1, 45; 10, 210) τὶ someth. τὰς κενοφωνίας 2 Ti 2:16. μάχας νομικάς Tit 3:9.—M-M.
См. также в других словарях:
κενοφωνίας — κενοφωνίᾱς , κενοφωνία vain talking fem acc pl κενοφωνίᾱς , κενοφωνία vain talking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek