Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κάστορα

См. также в других словарях:

  • Κάστορα — Κάστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορα — κάστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάστορ' — Κάστορα , Κάστωρ masc acc sg Κάστορι , Κάστωρ masc dat sg Κάστορε , Κάστωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορ' — κάστορα , κάστωρ masc acc sg κάστορι , κάστωρ masc dat sg κάστορε , κάστωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού …   Dictionary of Greek

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… …   Dictionary of Greek

  • Ανάκεια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του Κάστορα και του Πολυδεύκη, που τους ονόμαζαν Άνακες (πληθυντικός του άναξ στους αρχαϊκούς χρόνους· αργότερα, η προσωνυμία αυτή δινόταν σε ευεργετικές θεότητες, όπως οι Κάβειροι και οι Διόσκουροι). Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κόμπλεντς — (Koblenz). Πόλη (107.730 κάτ. το 2001) της Γερμανίας. Βρίσκεται στο κρατίδιο της Ρηνανίας Παλατινάτου και είναι χτισμένη στη συμβολή του Μοζέλα με τον Ρήνο, 77 χλμ. ΝΑ της Κολονίας. Μεγάλο λιμάνι στον Ρήνο, η Κ. αποτελεί και έδρα μεγάλων… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Τυνδάρεως — Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Περιήρη και εγγονός του Αίολου. Άλλη εκδοχή τον θέλει γιο του βασιλιά της Σπάρτης Οίβαλου και της ναϊάδας Βατείας. Εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Ιπποκόοντα και τους δώδεκα γιους του και κατέφυγε στον βασιλιά της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»