-
1 Κάστορα
Κάστωρmasc acc sg -
2 κάστορα
κάστωρmasc acc sg -
3 Κάστορ'
Κάστορα, Κάστωρmasc acc sgΚάστορι, Κάστωρmasc dat sgΚάστορε, Κάστωρmasc nom /voc /acc dual -
4 κάστορ'
κάστορα, κάστωρmasc acc sgκάστορι, κάστωρmasc dat sgκάστορε, κάστωρmasc nom /voc /acc dual -
5 ἀναίνομαι
ἀναίνομαι, aor. ἠνηνάμην, ἀνήνασϑαι, die Sp. haben auch ἀνηνόμην als impf. (ἀν privat.; ohne Zstzg mit αἶνος, s. Buttm. Lexil. I, 274; eigtl. verneinen, u. med. in Beziehung auf mich, daher), verweigern, versagen, abschlagen, ἔργον ἀεικές, eine ungebührliche Handlung zurückweisen, Od. 3, 265; wie οὐδὲν ἔργον ἀν., sich jeder Arbeit unterziehen, Xen. Cyr. 2, 1, 31; δόσιν, ein Geschenk verweigern, Od. 4, 651; bei Personen, τῶν ἄλλων οὔ πέρ τιν' ἀναίνομαι οὐδ' ἀϑερίζω 8, 212; Il. 9, 679; γυναῖκας, Κάστορα, Eur. El. 311; vgl. Plat. Phil. 57 e; Dem. 36, 31 Φορμίωνα κηδεστήν, den Phormion nicht zum Schwager haben wollen; εἴ κεν ἀνήνηται ὁδίτην Theocr. 25, 6; – Mit dem inf., ἠναίνετο λοιγὸν ἀμῦναι, er weigerte sich, Il. 1S, 450; Aesch. Ag. 1637 Suppl. 782; mit pleonastisch hinzutretender Negation, ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσϑαι, er weigerte sich, etwas zu nehmen, Il. 18, 500; auch oft absol., sich weigern, Hom. – Mit dem partic., ϑανοῦσα δ' οὐκ ἀναίνομαι Eur. I. A. 1503, wo es dann in die Bdtg sich schämen übergeht; οὐκ ἀναίνομαι νικώμενος, ich schäme mich nicht, besiegt zu sein, Aesch. Ag. 569; ἀναίνομαι τὸ γῆρας ὑμῶν εἰσορῶν νοῦν οὐκ ἔχον, ich ärgere mich, euer Alter unverständig zu sehen, Eur. Bacch. 248; absolut in dieser Bdtg Herc. Fur. 1124. – Sp. D. meiden, Call. Del. 46.
-
6 κατεχω
(aor. κατέσχον и κατέσχεθον - эп. 3 л. sing. κάσχεθε)1) держать(καλύπτρην χείρεσσι Hes.)
2) удерживать, задерживать(τινὰ βίῃ ἀέκοντα, τινα ἐνὴ οἴκῳ Hom.; ξίφος ἐν κουλεῷ Pind.; τινὰ πρὸς ἑαυτόν NT.)
οἱ Ἀθηναῖοι περὴ Κρήτην κατείχοντο Thuc. — афиняне были задержаны у берегов Крита;κ. τινὰ μέ ποιεῖν τι NT. — уговаривать кого-л. не делать чего-л.3) сдерживать, унимать(ἵππους Aesch.; ὀργήν Soph., Arst., Plut.; δύνασιν Soph.; τὰ δάκρυα Plat.; τὸν γέλωτα Xen.)
4) подавлятьτὸ κατέχον NT. — препятствие, помеха5) связывать, обязывать, pass. быть связанным(ὁρκίοισι Hom.; ἐν τῷ νόμῳ NT.)
6) (тж. κ. νέας Her. или νηΐ Hom.) приставать к берегу, приплывать(Θορικόνδε HH.; εἰς τὸν αἰγιαλόν Her., NT.; τῆς Ἐρετρικῆς χώρης Her.; ἐς τήνδε γῆν Soph.; χθόνα Eur.; εἰς Δῆλον Plut.)
7) хранить, блюсти(τὰς παραδόσεις NT.)
8) держать в повиновении, притеснять(τὸ Ἀττικὸν - sc. ἔθνος - κατεχόμενον ὑπὸ Πεισιστράτου Her.)
9) угнетать, удручать(μιν κατὰ γῆρας ἔχει Hom.; κατέχεσθαι νοσήματι NT.)
τῶν σεισμῶν κατεχόντων τῆς Εὐβοίας Thuc. — так как на Эвбее свирепствовали землетрясения10) неотступно следовать, преследовать по пятам(ἰσχυρῶς Xen.)
11) (sc. ἑαυτόν) останавливаться (для отдыха)προξένων δ΄ ἔν του κατέσχες ; Eur. — и ты остановишься у кого-л. из проксенов?
12) задерживаться, останавливаться, прекращаться(κατέχει πολέμου αὔρα Arph. - ср. 24)
13) овладевать, усваивать(τῶν ἐπιστημῶν Arst.)
14) завладевать, захватывать, занимать(τέν ἀκρόπολιν Her.; τὸ Καδείων πέδον Soph.; τὰς πόλεις φρουρᾷ Xen., Plut.; τέν κληρονομίαν τινός NT.)
; med. присваивать себе(χρήματά τινος Her.)
15) владеть, обладать(τοὺς ἄμφω ζωούς, sc. Κάστορα καὴ Πολυδεύκεα Hom.; τέν χιονώδη Θρῄκην Eur. Περσίδα γῆν Xen.)
θήκας κ. Aesch. — покоиться в могилах;κ. πανδάκρυτον βιοτάν Soph. — влачить печальную жизнь16) pass. быть одержимым, боговдохновенным(ἐκ θεῶν Xen.; ποιηταὴ ἔνθεοι καὴ κατεχόμενοι Plat.)
17) (sc. ἑαυτόν) сдерживаться, воздерживаться(μόλις Eur.)
κ. τὸ μέ δακρύειν Plat. — удерживаться от слез;εἶπεν μέ κατασχών Plut. — он не мог удержаться, чтобы не сказать18) завершаться, оканчиваться19) помещаться, занимать(μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Eur.)
; обитать(Ὀλύμπου αἴγλαν Soph.; Παρνασίαν πέτραν Arph.)
20) охватывать, закрывать, покрывать(νὺξ δνοφερέ κατέχ΄ οὐρανόν Hom.; ὃν τόπον κατέχει ἥ θάλασσα Arst.)
ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Aesch. — день озарил всю землю;κατεσχομένη ἑανῷ Hom. — окутанная покрывалом;μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ΄ ἡμᾶς Soph. — великое смятение охватывает нас;τοὺς Ἀθηναίους τοιαῦτα κατέχοντα Her. — (Крез узнал, что) у афинян положение следующее;κατέχοντα πρήγματα Her. — существующее положение вещей21) наполнять(τέν ὁδὸν ἅπασαν ὑπὸ πλήθους ἁμαξῶν Plut.; ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον Hom.; στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; οἶκος πᾶς κλαυθμῷ κατείχετο Her.)
22) достигать, совершать(τέν πρᾶξιν Polyb.)
εἰ δὲ μέ κατέσχον, οὐδὲν ἧττον τό γ΄ ἐκείνων πεποιῆσθαι Lys. — если же они и не добились своего, тем не менее сделали, что могли23) улавливать, схватывать, понимать(τὸ ἐρωτώμενον Plat.)
24) держаться, удерживатьсяὅσον ὅ λὁγος κατέχει Thuc. — как утверждает молва;
ἐπεὴ κατέσχεν ὅ πόλεμος Plut. — когда началась война (ср. 12) -
7 Ἴδας
1Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
-
8 στάζω
1 drip, drop c. acc. “ νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” (sc. ὧραι) P. 9.63 “ τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως” (Pauw: ἔσταξεν codd.: i. e. τὸν Κάστορα μετὰ ταῦτα ὁ Τυνδαρεὺς σπέρμα θνητὸν ὄντα ἔσπειρεν Σ.) N. 10.82 -
9 παλαιός
πᾰλαιός, ά, όν, [dialect] Aeol. [full] πάλαος Eust.28.33, Epigr.Gr.992 ([place name] Balbilla); [dialect] Boeot. [full] παληός EM32.6; [dialect] Lacon. [full] παλεός (v. infr.): regul. [comp] Comp. and [comp] Sup.Aπαλαιότερος Pi.N.6.53
, Th.1.1 codd.,παλαιότατος Pl.Ti. 83a
, etc.: more freq. παλαίτερος, παλαίτατος (from πάλαι), Pi.P.10.58, N.7.44, Th.1.4, etc. [The penult. is sts. short in Poets, S.Fr. 956 (s. v. l.), E.El. 497, Damocr. ap. Gal.13.1049; ; in these places παλεός (a form mentioned by Hdn.Gr.2.909, cf. Theognost.Can.50.3, Sch.Ar.Lys. l. c., Suid., and corroborated by the Pap. (iv B. C.) of Timotheus (v. παλεομίσημα, παλεονυμφάγονος)) may be retained or restored).]:I old in years,1 mostly of persons, aged,ἢ νέος ἠὲ παλαιός Il.14.108
;νέοι ἠδὲ παλαιοί Od.1.395
, cf. Epicur.Ep.3p.59U.;παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς Il. 14.136
; π. γέρων, π. γρηῦς, Od.13.432, 19.346, cf. Ar.Ach. 676;χρόνῳ π. S.OC 112
;ἐν παλαιτέροισι Pi.N.3.73
;ἔνθα δὴ παλαίτατοι θάσσουσι E.Med.68
: in bad sense, a dotard (μωρός Hsch.
, butσκώπτης Suid.
), Ar.Lys. 988.2 of things,οἶνος Od.2.340
; νῆες.. νέαι ἠδὲ π. ib. 293;τρὺξ π. καὶ σαπρά Ar.Pl. 1086
; [τριήρεις] π. ἀντὶ καινῶν Lys.28.4
; ;σπέρματα Thphr.HP7.1.6
.II of old date, ancient,1 of persons, ξεῖνος π. an old guest-friend, Il.6.215, cf. S.Tr. 263, E.Alc. 212;Ἴλου παλαιοῦ Il.11.166
;κέρδεα.. οἷ' οὔ πώ τιν' ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν Od.2.118
; ;οἱ πάνυ π. ἄνθρωποι Pl.Cra. 411b
; οἱ π. the ancients, Th.1.3;π. ἡμερῶν LXX Da.7.9
.2 of things,λέκτρον Od.23.296
;παλαιά τε πολλά τε εἰδώς 7.157
;καινὰ καὶ π. ἔργα Hdt.9.26
; (lyr.);κατὰ τὸ νόμιμον τὸ π. καὶ ἀρχαῖον Lys.6.51
;κατὰ τὸν π. λόγον Pl.Grg. 499c
;ἡ π. παροιμία Id.R. 329a
;παλαί' ἂν [εἴη], ἐξ ὅτου S.Ph. 493
;παλαιᾷ σύντροφος ἁμερᾷ Id.Aj. 622
(lyr.); of places, A.Pers.17 (anap.), S.El.4, etc.; καιροὶ π. ancient times, PPetr.2p.15 (iii B. C.); τὸ π. as Adv., anciently, formerly, A.Pers. 102 (lyr.), Hdt.1.171, Pl.Cra. 401c, etc.; ἐκ παλαιοῦ from of old, Hdt. 1.157;ἐκ π. ἐχθρὸς ὢν αὐτοῦ Antipho 2.1.5
;ἐκ τῶν παλαιῶν Herod.2.102
; ἐκ παλαιτέρου from older time, Hdt.1.60;ἐκ παλαιτάτου Th.1.18
; also εὐθὺς ἀπὸ παλαιοῦ ib.2; ἀρχαῖα καὶ παλαιά joined, D.22.14, cf. Lys. (v. supr.); .3 of things, also,a in good sense, venerable, held in esteem, like Lat. antiquus, .b in bad sense, antiquated, obsolete,κωφὰ καὶ π. ἔπη S.OT 290
.c π. δρᾶμα a drama which has been previously acted, SIG1078 lxxxvii (Athens, iv B. C.).III Adv. παλαιῶς in an old way,τὰ καινὰ π. διδάσκειν Socr.Ep.30.9
: [comp] Comp. παλαίτερον at an earlier time, D.H.8.57, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιός
См. также в других словарях:
Κάστορα — Κάστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστορα — κάστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάστορ' — Κάστορα , Κάστωρ masc acc sg Κάστορι , Κάστωρ masc dat sg Κάστορε , Κάστωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστορ' — κάστορα , κάστωρ masc acc sg κάστορι , κάστωρ masc dat sg κάστορε , κάστωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… … Dictionary of Greek
Ανάκεια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του Κάστορα και του Πολυδεύκη, που τους ονόμαζαν Άνακες (πληθυντικός του άναξ στους αρχαϊκούς χρόνους· αργότερα, η προσωνυμία αυτή δινόταν σε ευεργετικές θεότητες, όπως οι Κάβειροι και οι Διόσκουροι). Οι… … Dictionary of Greek
Κόμπλεντς — (Koblenz). Πόλη (107.730 κάτ. το 2001) της Γερμανίας. Βρίσκεται στο κρατίδιο της Ρηνανίας Παλατινάτου και είναι χτισμένη στη συμβολή του Μοζέλα με τον Ρήνο, 77 χλμ. ΝΑ της Κολονίας. Μεγάλο λιμάνι στον Ρήνο, η Κ. αποτελεί και έδρα μεγάλων… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Τυνδάρεως — Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Περιήρη και εγγονός του Αίολου. Άλλη εκδοχή τον θέλει γιο του βασιλιά της Σπάρτης Οίβαλου και της ναϊάδας Βατείας. Εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Ιπποκόοντα και τους δώδεκα γιους του και κατέφυγε στον βασιλιά της… … Dictionary of Greek