-
1 θρᾶττα
-
2 θραττα
ἡ тратта ( вид морской рыбы) Arst. -
3 Θραττα
ἡ атт. = Θρᾶσσα -
4 Θράττα
-
5 Θρᾷττα
-
6 Θρᾷττα
-
7 θρᾷττα
θρᾷττα, ἡ,A a small sea-fish, Arist.GA 785b23, Antiph.211, Mnesim. 4.41:—[var] Dim. [full] θρᾳττίδιον, τό, Anaxandr.27. -
8 θρᾶττα
θρᾶττα, ἡ, ein Seefisch -
9 θράττας
θρᾴ̱ττᾱς, θρᾷτταThracian slave-girl: fem acc plθρᾴ̱ττᾱς, θρᾷτταThracian slave-girl: fem gen sg (doric aeolic) -
10 θρᾴττας
θρᾴ̱ττᾱς, θρᾷτταThracian slave-girl: fem acc plθρᾴ̱ττᾱς, θρᾷτταThracian slave-girl: fem gen sg (doric aeolic) -
11 χαρίεν
χαρίεν att. χάριεν betont, angenehm, anmuthig, liebreizend, lieblich, übh. was Einem angenehm u. erwünscht ist; Hom. nur von Sachen, δῶρα Il. 8, 204, εἵματα 5, 905, φᾶρος Od. 5, 231, ἔργα 10, 223, ἀοιδή 24, 198; bes. von Theilen des menschlichen Körpers, μέτωπον Il. 16, 798, πρόςωπον 18, 24, κάρη 22, 403; u. dem entsprechend τοῠπερ χαριεστάτη ἥβη Il. 24, 348 Od. 10, 279; ἔναυλοι Hes. Th. 129; u. Th. 246. 260 zuerst als Bezeichnung weiblicher Anmuth und Schönheit; μέλος, πόνος Pind. P. 5, 107 N. 3, 12; μέλεα Archil. 54; χαρίεντα δῶρα Ar. Plut. 849; ib. 144 ist vrbdn εἴ τί γ' ἔστι λαμπρὸν καὶ καλὸν ἢ χάριεν ἀνϑρώποισι. So auch in Prosa, χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Plat. Phaedr. 229 b, vgl. 230 b; Folgde. – Bei den Attikern χαρίεις von Personen gesagt = durch seines Betragen einnehmend, artig, auch witzig, scherzhaft, geistreich, wie Arist. Eth. 1, 4. 5 im Ggstz von οἱ πολλοὶ καὶ φορτικοί, vgl. Polit. 2, 5; τὰ τῶν χαριέντων σκώμματα Plat. Rep. V, 452 b; so bes. Sp.; οἱ χαριέστεροι Ggstz von οἱ πολλοί Luc. Nigr. 27, Ggstz von οἱ πρὸς ἀλήϑειαν χείρονες 48; auch von Sachen, artig, sinnreich, allerliebst, χαρίεντα σοφίζεσϑαι Ar. Av. 1401; χαρίεν γάρ, das ist spaßhaft ( Scholl. γελοιῶδες, ἀνόητον), Luc. Iov. Trag. 26 Vit. auct. 3; τὸ ἀστεῖον καὶ χαρίεν V. H. 1, 2; Plat. χαρίεις ἂν εἴη ὁ ἐν τῇ ποιήσει μιμητικὸς πρὸς σοφίαν περὶ ὧν ἂν ποιῇ, Rep. X, 602 a; παιδιᾶς ἔχεις τι χαριέστερον εἶδος ἢ τὸ μιμητικόν Soph. 234 b; Θρᾶττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα ϑεράπαινα Theaet. 174 a. – Ironisch χαρίεν γάρ = das wäre schön, Xen. Cyr. 1, 4, 43; aber An. 3, 5,12 τὸ μὲν ἐνϑύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι. τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον ist = die Erfindung schien sein, es schien gut ausgesonnen. – So auch adv. χαριέντως, s. unten.
-
12 ἐμ-μελής
ἐμ-μελής, ές, im Klange übereinstimmend, wohlklingend; Tim. Locr. 101 b; παντοδαπῶν ὀργάνων ἐμμελεῖς φωναί Plut. Ant. 75; abgemessen, rhythmisch, κίνησις Luc. Häufig übertr., passend, schicklich, Ar. Eccl. 807; Plat. Soph. 259 d, wo οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινός (ἐστι) verbunden; tauglich, geschickt, ἐμμελεῖς – τῶν τοιούτων γίγνεσϑαι κριτάς Legg. IX, 876 d; κἀπιδέξιος Theocr. ep. 19, 5; πρός τι, Plut. Lucull. 1, 16 u. öfter; auch = sorgfältig, Pol. 9, 20, 9; ἐμμελεστάτη πολιτεία, wohlgeordnete Verfassung, Plut. Pelop. 19; – artig, sein, witzig, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα ϑεραπαινίς Plat. Theaet. 174 a; vgl. Ath. XIII, 585 b; Plut. Sol. 20; – bescheiden, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισϑέντες Plat. Critia. 121 b; Ggstz πλημμελῶν 106 b; καὶ σωφρονικός Plut. Lyc. 11; von Sachen, οὐσία, bescheidenes, mäßiges Vermögen, Plat. Legg. VI, 776 b; überall an das rechte Maaß zu denken; vgl. ibd. 760 a, wo τὰ ἐμμελέστατα ἱερά sowohl τοῖς μεγίστοις als τοῖς σμικροτέροις entgegenstehen. – Adv. ἐμμελῶς ; Ggstz πλημμελῶς Plat. Legg. VII, 816 a; ὀρϑῶς εἴρηται καὶ ἐμμελῶς VI, 757 a.
-
13 Θρασσα
-
14 Θράιττα
-
15 Θρᾶιττα
-
16 Θρατθ'
-
17 Θρᾷτθ'
-
18 Θραττ'
-
19 Θρᾷττ'
-
20 θράιτται
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Θράττα — Θρᾷττα, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. Θρᾷττα βλ. Θραξ 2. είδος μικρού θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θρᾷξ, κός (πρβλ. θρίσσα)] … Dictionary of Greek
Θρᾷττα — Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρᾶιττα — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρᾷτθ' — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) Θρᾷτται , Θρᾷσσα fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θρᾷττ' — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) Θρᾷτται , Θρᾷσσα fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρᾷτται — θρᾷττα Thracian slave girl fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραττίδιον — θρᾳττίδιον, τό (Α) μικρό ψαράκι, θράττα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρᾴττα*] … Dictionary of Greek
θρᾴττας — θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem acc pl θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θραξ — ο (ΑΜ Θρᾷξ, ακός και Θρῆϊξ, ήϊκος και Θρῇξ, ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα) ο κάτοικος τής Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
θρᾳττῶν — θρᾱͅττῶν , θρᾷττα Thracian slave girl fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρᾴτταις — θρᾴ̱τταις , θρᾷττα Thracian slave girl fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)