Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Δρύοπες

См. также в других словарях:

  • Δρύοπες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στην περιοχή του όρους Οίτη. Επώνυμος ήρωάς τους ήταν ο Δρύοπας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Δ. νικήθηκαν από τον Ηρακλή και διασκορπίστηκαν στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο· ωστόσο, εικάζεται ότι τους εκδίωξαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Δρύοπες — Δρύοψ woodpecker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρύοπες — δρύοψ woodpecker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωρίς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο της με τον Νηρέα απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, οι οποίες ονομάζονταν και Δωρίδες. II Ονομασία δύο περιοχών κατά την αρχαιότητα. 1. Μικρή… …   Dictionary of Greek

  • ДРИОПЫ —    • Dryŏpcs,          Δρύοπες, см. Graecia, Греция, 10 …   Реальный словарь классических древностей

  • Dryopes — or Dryopians (Ancient Greek: Δρύοπες) were a tribe of ancient Greece. According to Herodotus, they had once lived in a place called Dryopis (Δρυοπίς), later known as Doris.[1] They were driven out by the Malians (and supposedly Heracles), some of …   Wikipedia

  • μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …   Dictionary of Greek

  • οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Κάρυστος — I Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 20 μ., 4.960 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 128 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρύστου. Η Κ. χτίστηκε στα μέσα του 19ου αι. με βάση τα… …   Dictionary of Greek

  • Καύκωνες — Αρχαίος πελασγικός λαός, ο οποίος κατοικούσε στην Πελοπόννησο μαζί με τους Λέλεγες και τους Δρύοπες. Στη Λεπρεάτιδα τους θεωρούσαν απόγονους του ήρωα Καύκωνα, στη Μεσσηνία απόγονους του γιου του Κελαινού Καύκωνα και στην Αρκαδία απόγονους του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»