-
1 Ιστί'
-
2 Ἱστί'
-
3 ιστί'
ἱστίαι, ἑστίαhearth of a house: fem nom /voc pl (epic ionic)ἱστίᾱͅ, ἑστίαhearth of a house: fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic)ἱστία, ἱστίονweb: neut nom /voc /acc pl -
4 ἱστί'
ἱστίαι, ἑστίαhearth of a house: fem nom /voc pl (epic ionic)ἱστίᾱͅ, ἑστίαhearth of a house: fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic)ἱστία, ἱστίονweb: neut nom /voc /acc pl -
5 ρωσ(σ)ιστί
επίρρ. по-русски -
6 ρωσ(σ)ιστί
επίρρ. по-русски -
7 ουνεκα
I1) поэтому, вот почемуοὕ. πάσας ὑπεκπροθέει (ἥ Ἄτη) Hom. — вот почему Ата всех опережает
2) из-за чего, ради чегоοὕ. δεῦρ΄ ἱκόμεσθα Hom. — (то), из-за чего мы сюда прибыли
3) так как, потому чтоοὕ. τὸν Χρύσην ἠτίμησ΄ Ἀτρείδης Hom. — ибо Хриса оскорбил Атрид;
οὕ. Ἀτρείδας στυγεῖ Soph. — (Филоктет мне друг), так как он ненавидит Атридов4) (после verba dicendi, cognoscendi, sciendi = ὅτι См. οτι) что(ἴστι, οὕ. Ἕλληνές ἐσμεν Soph.)
συμπλεῖν τ΄ Ἀχαιοῖς οὕνεκ΄ οὐ θέλοι λέγων Eur. — говоря, что он не хочет отплыть с ахейцамиII(οὕ. всегда на втором месте)
1) из-за, радиτοῦδέ γ΄ οὕ. Soph. — хотя бы из-за этого;
γυναικὸς οὕ. πόλιν διημάθυνεν Ἀργεῖον δάκος Aesch. — из-за женщины разрушило город (Трою) аргосское чудовище2) что касается, в отношении, относительно, насчет(τοῦδέ γ΄ οὕ. κήρυσσέ μ΄ εἰς ἅπαντας Soph.)
νεκρὸς οὗτος οὕ. σμικρᾶς πνοῆς Eur. — судя по незаметному дыханию, он мертв -
8 αἰολιστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολιστί
-
9 βαρβαριστί
βαρβᾰρ-ιστί, Adv.A in barbarous fashion, Plu.2.336c.II in barbarian or foreign language,κεκράξονται β. Ar.Fr.79
;ἀξύνετα βαρβαριστὶ παρακαλούντων App.Mith.50
, cf. A.D.Adv.162.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρβαριστί
-
10 Γραικιστί
A in Greek, EM239.19. (Local name for a tribe in West Greece, applied by the Italians to Greeks in general.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γραικιστί
-
11 γυναικιστί
γῠναικ-ιστί, Adv.A like a woman, Ath.12.528f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικιστί
-
12 Δωριστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δωριστί
-
13 Θρᾳκιστί
Θρᾳκ-ιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρᾳκιστί
-
14 Κελτιστί
Κελτ-ιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κελτιστί
-
15 κοτυλιστί
κοτυλ-ιστί, Adv.,A = κατὰ κοτύλην, UPZ 94.42 (ii B. C., spelt [suff] κοτυλ-ειστί).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτυλιστί
-
16 κυνιστί
κῠν-ιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνιστί
-
17 Λοκριστί
Λοκρ-ιστί, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λοκριστί
-
18 Λυκαονία
Λῠκᾱονία, ἡ, district in the S. of Asia Minor, X.An.1.2.19, etc.:— the people were [full] Λυκάονες, οἱ, ib.3.2.23, Arist.Fr. 151. Adv. [suff] λῠκανθρωπ-ιστί,A in Lycaonian, Act.Ap.14.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λυκαονία
-
19 Μακεδονίζω
A to be on the Macedonian side, Plb.20.5.5, Plu.Alex. 30, etc.: speak Macedonian, Id.Ant.27, Ath.3.122a:—hence Adv. [suff] Μᾰκεδον-ιστί, in Macedonian, Plu.Eum.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μακεδονίζω
-
20 Μεγαριστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μεγαριστί
См. также в других словарях:
Ἱστί' — Ἱστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστί' — ἱστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl (epic ionic) ἱστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱστία , ἱστίον web neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελτιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών Κελτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέλτης + επίρρ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ελλην ιστί, λατιν ιστί] … Dictionary of Greek
κορακιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + επιρρμ. κατάλ. ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ελλην ιστί)] … Dictionary of Greek
κοτυλιστί — και κατυλειστί (Α) επιρρ. κατά κοτύλη, λειανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτυλίζω + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, νομ ιστί)] … Dictionary of Greek
κυνιστί — (Α) επίρρ. σαν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, οκλαδ ιστί)] … Dictionary of Greek
κυνοκεφαλιστί — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τού κυνοκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνοκέφαλος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ιππ ιστί)] … Dictionary of Greek
λυδιστί — (Α λυδιστί) επίρρ. κατά τη γλώσσα ή κατά τον τρόπο τών Λυδών αρχ. φρ. «λυδιστὶ ἁρμονία» (αρχ. ελλ. μουσ.) ο λύδιος τρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. Γαλλ ιστί, Ιων ιστί)] … Dictionary of Greek
τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] … Dictionary of Greek
φρυγιστί — Α επίρρ. 1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.) 2. κατά την φρυγική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. λυδ ιστί, μηδ ιστί)] … Dictionary of Greek
χαλδαϊστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Χαλδαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλδαῖος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἀρχα ϊστί, ἑλλην ιστί)] … Dictionary of Greek