Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ιστί

См. также в других словарях:

  • Ἱστί' — Ἱστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστί' — ἱστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl (epic ionic) ἱστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) ἱστία , ἱστίον web neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελτιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών Κελτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κέλτης + επίρρ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ελλην ιστί, λατιν ιστί] …   Dictionary of Greek

  • κορακιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + επιρρμ. κατάλ. ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ελλην ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • κοτυλιστί — και κατυλειστί (Α) επιρρ. κατά κοτύλη, λειανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτυλίζω + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, νομ ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • κυνιστί — (Α) επίρρ. σαν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί, οκλαδ ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • κυνοκεφαλιστί — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τού κυνοκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνοκέφαλος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ιππ ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • λυδιστί — (Α λυδιστί) επίρρ. κατά τη γλώσσα ή κατά τον τρόπο τών Λυδών αρχ. φρ. «λυδιστὶ ἁρμονία» (αρχ. ελλ. μουσ.) ο λύδιος τρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. Γαλλ ιστί, Ιων ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • φρυγιστί — Α επίρρ. 1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.) 2. κατά την φρυγική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. λυδ ιστί, μηδ ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • χαλδαϊστί — Α επίρρ. στη γλώσσα τών Χαλδαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλδαῖος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἀρχα ϊστί, ἑλλην ιστί)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»