-
1 Ελληνισμός
-
2 Ἑλληνισμός
-
3 ἑλληνισμός
ἑλληνισμός, ὁ, die Eigenthümlichkeit der griechischen Sprache, Ath. IX, 367 a, und oft bei Gramm., bes. der richtige Gebrauch der Sprache. Bei den K. S. der griechische, heidnische Unterricht, Bildung.
-
4 ελληνισμος
ὁ эллинизм, (чисто) греческий оборот речи Sext. -
5 ἑλληνισμός
ἑλληνισμός, ὁ, die Eigentümlichkeit der griechischen Sprache, bes. der richtige Gebrauch der Sprache; der griechische, heidnische Unterricht, Bildung -
6 ελληνισμός
ο1) греческая культура; 2) собир, греки, эллины; 3) ист. эллинизм -
7 ελληνισμός
[эллинизмос] ουσ. а. греческая культура, эллинизм,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ελληνισμός
-
8 ελληνισμός
[эллинизмос] ουσ α греческая культура, эллинизм. -
9 Ἑλληνισμός
Ἑλλην-ισμός, ὁ,II use of a pure Greek style and idiom, as an ἀρετὴ λόγου, Diog.Bab.Stoic.3.214, cf. Phld.Po.2.18, A.D.Pron.71.25, S.E.M.1.98; ἔνιοι λέγουσιν Ἑ. εἶναι τὸν ποιητήν (i.e. Homer), Lex.Vind.311; περὶ Ἑλληνισμοῦ, title of works by Seleucus, Ath.9.367a; by Ptolemy of Ascalon, Philoxenus and Tryphon, Suid.; κανόνες Ἑλληνισμοῦ, title of work by Irenaeus, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλληνισμός
-
10 ελληνισμός
Yunanlılık, Rumluk -
11 грецизм
грецизмм лингв. ὁ ἐλληνισμός. -
12 эллинизм
эллин||и́змм ὁ ἐλληνισμός. -
13 απόδημος
ος, ον находящийся на чужбине, за границей; эмигрировавший;απόδημος ελληνισμός — греки, живущие за пределами родины
-
14 έξω
1. πρόθ. I με γεν.1) вне, за пределами (чего-л.);έξω της οικίας — вне дома;
2) перен. сверх, выше (чего-л.);αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;
II με αιτιατ.:1) — вне, за пределами (чего-л.);έξω από
έξω από το σπίτι — вне дома;
2) кроме, за исключением;έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;
3) подольше от (кого-чего-л.);έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;
§ έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;
έξω πάσης λογικής — против всякой логики;
γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;
είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;
τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;
αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;
2. επίρρ.1) вовне, наружу;κυττάζω έξω — смотреть наружу (на улицу и т. п.);
πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;
σκύβω έξω — высунуться наружу;
2) снаружи, вне помещения; на улице;όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;
μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;
3) за границей;σπουδάζω έξω — учиться за границей;
τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;
4):από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;
βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;
απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;
του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;
§ έξω - έξω на самом краю;
έξω! вон!;
έξω από δω! — вон отсюда!;
έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;
έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг);
βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;
ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-
робль);τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;
γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;
μιά κι' έξω — разом;
απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;
3. (τό) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);§ είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;
τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;
4. επίθ, άκλ.1) прям., перен. внешний;η έξω γωνία — внешний угол;
τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;
2) живущий за рубежом, вне страны;ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции
-
15 Ελληνισμού
-
16 Ἑλληνισμοῦ
-
17 Ελληνισμώ
-
18 Ἑλληνισμῷ
-
19 Ελληνισμών
-
20 Ἑλληνισμῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἑλληνισμός — imitation of the Greeks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελληνισμός — Τίτλος διαφόρων περιοδικών. Από τα πιο αξιόλογα ήταν δύο εβδομαδιαία περιοδικά της Αλεξάνδρειας, το πρώτο του 1889 και το δεύτερο του 1942, με εκδότες αντίστοιχα τους Ευστράτιο Ρούπα και Σωκράτη Λαγουδάκη. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και… … Dictionary of Greek
ελληνισμός — ο 1. η ελληνικότητα (βλ. λ.). 2. (περιλ.), το έθνος των Ελλήνων σ όλο τον κόσμο, η ελληνική φυλή, η ρωμιοσύνη. 3. οι Έλληνες και οι εξελληνισμένοι ξένοι κατά τη μετά το Μ. Αλέξανδρο περίοδο. 4. φραστικός τρόπος που ανήκει στην ελληνική γλώσσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… … Dictionary of Greek
Ἑλληνισμοῦ — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνισμῶν — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνισμῷ — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνισμόν — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek