-
1 ἑλληνιστής
ἑλληνιστής, ὁ, der Nachahmer griechischer Sprache u. Lebensweise. Im N. T. von griechischen Juden, Judenchristen.
-
2 ελληνιστης
-
3 ἑλληνιστής
ἑλληνιστής, ὁ, der Nachahmer griechischer Sprache u. Lebensweise. Im N. T. von griechischen Juden, Judenchristen -
4 Ἑλληνιστής
Ἑλληνιστής, οῦ, ὁ one who uses the Greek language, Hellenist, spec. a Greek-speaking Israelite in contrast to one speaking a Semitic lang. (TestSol 6:8 A; Chrysost., Hom. 14 on Ac 6:1 and Hom. 21 on Ac 9:29 ed. Montf. IX 111 and 169) Ac 6:1; 9:29; 11:20.—Zahn, Einl. I 41; 51; GWetter, ARW 21, 1922, 410ff; HCadbury: Beginn. I/5, ’33, 59–74; EBlackman, ET 48, ’37, 524f; CMoule, ET 70, ’58/59, 100–102; MSimon, St. Stephen and the Hellenists in the Primitive Church, ’58; Haenchen ad loc. S. Ἕλλην 2.—Frisk s.v. Ἑλλάς. DELG s.v. Ἕλληνες. TW. -
5 Ἑλληνιστής
{сущ., 3}Эллинист – человек, перенявший греческие обычаи и культуру; еврей, говорящий по-гречески (Деян. 6:1; 9:29; 11:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἑλληνιστής
-
6 Ελληνιστής
{сущ., 3}Эллинист – человек, перенявший греческие обычаи и культуру; еврей, говорящий по-гречески (Деян. 6:1; 9:29; 11:20).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ελληνιστής
-
7 ελληνιστής
ο, ελληνίστρια η эллинист, -ка -
8 Ἑλληνιστής
эллинист (человек, перенявший греческие обычаи и культуру; еврей, говорящий по-гречески).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἑλληνιστής
-
9 Ἑλληνιστής
A one who uses the Greek language: a Greek Jew, Act.Ap.6.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλληνιστής
-
10 Ελληνιστάς
Ἑλληνιστά̱ς, Ἑλληνιστήςone who uses the Greek language: masc acc plἙλληνιστά̱ς, Ἑλληνιστήςone who uses the Greek language: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 Ἑλληνιστάς
Ἑλληνιστά̱ς, Ἑλληνιστήςone who uses the Greek language: masc acc plἙλληνιστά̱ς, Ἑλληνιστήςone who uses the Greek language: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 эллинист
эллин||истм ὁ ἐλληνιστής. -
13 Ελληνισταίς
-
14 Ἑλληνισταῖς
-
15 Ελληνισταί
-
16 Ἑλληνισταί
-
17 Ελληνιστού
-
18 Ἑλληνιστοῦ
-
19 Ελληνιστών
-
20 Ἑλληνιστῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ελληνιστής — ο (AM ἑλληνιστής) νεοελλ. επιστήμονας που ασχολείται με την αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία αρχ. μσν. 1. Ιουδαίος που χρησιμοποεί την ελληνική γλώσσα 2. ειδωλολάτρης … Dictionary of Greek
ελληνιστής — ο θηλ. ίστρια ο καθηγητής της ελληνικής γλώσσας ή ο επιστήμονας που ασχολείται με την αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑλληνισταῖς — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνισταί — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστοῦ — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστήν — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλληνιστῶν — Ἑλληνιστής one who uses the Greek language masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόμαχος — (Carteromaco). Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου Forteguerra Ιταλών λογίων. 1. Νικόλαος (1674 – 1735). Ιεράρχης και ποιητής. Μετέφρασε σε ελεύθερους στίχους τον Τερέντιο και έγραψε τις Ποιητικές επιστολές. 2. Σκιπίων (1466 – 1515). Λόγιος… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Κρουαζέ — (Croiset). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Γάλλων φιλολόγων. 1. Αλφρέ (Alfred, Παρίσι 1845 – 1923). Ελληνιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε αρχικά στην École Normale Surérieure και, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Ρόιχλιν, Ιωάννης — (Reuchlin, Πφορτσχάιμ, 1455 – Μπαντ Λίμπεντσελ 1522). Γερμανός ουμανιστής. Πολλές φορές ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου σύχναζε στο περιβάλλον του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς. Έζησε στο Λιντς και για 11 χρόνια χρημάτισε δικαστής της Σουηβικής… … Dictionary of Greek