Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Δερ

См. также в других словарях:

  • endermatic — adjective acting by absorption through the skin endermic ointment • Syn: ↑endermic • Pertains to noun: ↑skin, ↑skin (for: ↑endermic) * * * |endə( …   Useful english dictionary

  • dermatic — derˈmal, dermatˈic or derˈmic adjective 1. Relating to the skin 2. Consisting of skin • • • Main Entry: ↑derm * * * dermatic, a. (dəˈmætɪk) [ad. Gr. δερµατικ ός, f. δέρµα(τ skin: see ic.] …   Useful english dictionary

  • ТУДЕР —    • Tuder,          τò Του̃δερ, древний умбрийский город, лежавший на холме, у дороги между Меванией и Римом. Близ нынешнего Todi встречается еще много древностей и огромные развалины стен. Plin. 3, 14, 19. Strab. 5, 227 …   Реальный словарь классических древностей

  • ЛАКОНИКА —    • Laconica,          Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… …   Реальный словарь классических древностей

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ράχετρον — τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον ῥαχίς ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά» β) «ῥάχετρον ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου» 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως» 3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως» β) εργαλείο… …   Dictionary of Greek

  • σελίδα — η / σελίς, ίδος, ΝΜΑ καθεμιά από τις δύο όψεις γραμμένου ή τυπωμένου χαρτιού νεοελλ. 1. ναυτ. το πρόσθετο ζώμα τών λέμβων που βρίσκεται πάνω από την κουπαστή, αλλ. πέλλα 2. στον πληθ. οι σελίδες μτφ. α) ιστορική πράξη, κατόρθωμα («ο στρατός μας… …   Dictionary of Greek

  • στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλάγχη — ἡ, Α σχοινί στραγγαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + άγχη (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. δερ άγχη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»