Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ῥῶπας

См. также в других словарях:

  • ῥωπάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωπάς — άδος, ἡ, Α ῥώψ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώψ (Ι), ῥωπός «θάμνος, χαμόδεντρο + επίθημα άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …   Dictionary of Greek

  • ῥῶπας — ῥώψ shrub fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»