-
1 αγκαλις
-
2 αγκαλος
-
3 αικιζω
преимущ. med. дурно обращаться, притеснять(τινά Aesch., Xen., Isocr.)
ἀφικόμενος ἐδέθη καὴ ᾐκίσθη Lys. — когда он приехал, он был посажен в тюрьму и подвергнут истязаниям;εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arst. — подвергнуться избиению;αἰ. πᾶσαν φόβην ὕλης Soph. — (о буре) срывать всю листву с леса;ἑστία ᾐκισμένη Eur. — разрушенный домашний очаг;αἰκίσασθαί τινα τὰ ἔσχατα Xen. — подвергнуть кого-л. самым страшным насилиям -
4 αναπλεως
n ων и ἀνάπλεος 2(f ἀναπλέα, pl. тж. ἀνάπλεῳ)1) полный, наполненный(τινος Her., Arph., Plat., Arst., Luc.)
ὕλης ἀ. Plut. — густо поросший лесом2) обремененный, отягощенный(τινος Plat.)
ἀ. τοῦ μέ καθαρῶς διαλέγεσθαι Plat. — ведущий беседу без всякой (логической) четкости;αἵματός τινος ἀ. Plut. — обагренный чьей-л. кровью -
5 απαθεια
ἥ1) физ. отсутствие состояния, т.е. бескачественность (sc. τῆς ὕλης Arst.)2) отсутствие страданийδι΄ ἀπάθειαν Arst. — безболезненно
3) нечувствительность, невосприимчивость(Plat.; περί τι Arst.)
4) филос. бесстрастие, невозмутимость(ἐν ἡδοναῖς καὴ πόνοις Plut.; πάθη καὴ ἀπάθειαι Sext.)
-
6 βαθυξυλος
-
7 βενθος
1) глубь, глубина(ἁλός, λίμνης Hom.; ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν Pind.; βένθει τῆς κραδίης Anth.)
2) чаща, дебри(ὕλης Hom.)
-
8 γλοιος
ὅ1) смола, камедь(ἀπὸ τῆς ὕλης Her.)
2) клейкое вещество, клей Arst.3) бран. подлипала, прихлебатель Arph. -
9 διαμορφωσις
-
10 διαστολη
ἥ1) растяжение, расширение(πνεύμονος Arst., Plut.)
2) разрежение(ὕλης Arst.)
3) выемка, желобок(ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινός Plut.)
4) разделение, разобщение(παροικοδομεῖν εἰς διαστολάς Plut.)
5) различение(διαστολῇ χρήσεσθαι Plut.)
6) обстоятельность -
11 εντρεχω
(aor. 2 ἐνέδραμον)1) (в чём-л.) свободно двигаться(γυῖα ἐντρέχει, sc. ἐν ἔντεσι Hom.)
2) вбегать, прибегать(ἐξ ὕλης πόντῳ Anth.)
3) досл. находить доступ, перен. привязываться(τῶν ἀρετῶν Luc.)
-
12 επιπαρανεω
-
13 επιστεφης
-
14 ευπαρακομιστος
21) легко приводимый или причаливаемый(ὁλκὰς πρὸς τέν γῆν μέ εὐ. Plut.)
2) предоставляющий удобство для доставки(χώρα τῆς περὴ ξύλα ὕλης εὐ. Arst.)
-
15 θερμαντικος
-
16 κλαω
III(ᾰ) (fut. κλάσω с ᾰ; pass.: fut. κλασθήσομαι, aor. ἐκλάσθην, pf. κέκλασμαι) ломать, отламывать(πτόρθον ἐξ ὕλης Hom.)
; переламывать(τὸν κίονα μέσον Plut.)
ἐκλάσθη δόναξ Hom. — древко (стрелы) сломалось;τὸ κλώμενον NT. — сокрушаемое, т.е. отдаваемое в виде жертвы - см. тж. κεκλασμένος -
17 κνωδαλον
τό1) дикое животное, зверьὕλης κ. Hom. — лесной зверь, дичь
2) живое существо, животное(κνώδαλα καὴ βροτοί Aesch.)
κνώδαλα πτεροῦντα καὴ πεδοστιβῆ Aesch. — животные пернатые и наземные3) чудовище(πόντιαι ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Aesch.): (κώνωπες)
, νυκτὸς κνώδαλα διπτέρυγα Anth. комары, двукрылые ночные чудовища4) бран. чудовище, страшилище(ὦ παντομισῆ κνώδαλα! Aesch.)
-
18 κοιλοτης
- ητος ἥ1) пустое пространство, полость (sc. τοῦ στομάχου, τῆς γῆς Arst.; πέτρα ἔχουσα κοιλότητα Plut.)2) вогнутость(ἥ κ. ἄνευ ὕλης αἰσθητῆς, sc. ἐστιν Arst.)
-
19 κονιορτος
ὅ1) (поднятая) пыль или облако пыли(ἰδεῖν κονιορτόν Her.; κ. ὑπὸ πνεύματος φερόμενος Plat.; τραχὺν αἴρων κονιορτόν Plut.)
2) пепел(τῆς ὕλης κεκαυμένης Thuc.)
3) грязная личность Dem. -
20 μεσοθεν
См. также в других словарях:
Ὑλῆς — Ὑλεύς Ringwood masc nom pl Ὑλεύς Ringwood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλῆς — ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (doric) ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλης — Ὕλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλης — ὕ̱λης , ὕλη forest fem gen sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc pl (doric aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (doric) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg ὑλάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλῃς — Ὕλη fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλῃς — ὕ̱λῃς , ὕλη forest fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)