-
1 материя
-и θ.1. (φιλοσ.) ύλη, αντικειμενική πραγματικότητα.2. ουσία•строение -и η σύσταση της ύλης•
закон сохранения -и ο νόμος της διατήρησης της ύλης.
3. ύφασμα.4. θέμα συνομιλίας•интересная материя ενδιαφέρο θέμα συνομιλίας•
скучная материя ανιαρό θέ,μα συνομιλίας.
-
2 топливный
επ.καύσιμος•топливный газ καύσιμο αέριο.
|| του καυσίμου, της καύσιμης ύλης•топливный склад αποθήκη καυσίμων•
топливный бак βυτίο καύσιμης ύλης.
|| της εξαγωγής ή παραγωγής καύσιμων•-ая промышленность βιομηχανία καυσίμων.
-
3 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
4 дефлаграция
η βραδεία καύση της εκρηκτικής ύλης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефлаграция
-
5 дубление
1. (кож) η βυρσοδεψία, η βυρ-σοδέψηση 2. (полигр, кфт.) η σκλήρυνση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дубление
-
6 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
7 инициирование
η έναυση/το έναυσμα (της εκρηκτικής ύλης), η εκπυρσοκρότησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инициирование
-
8 месторождение
(геол.) το κοίτασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > месторождение
-
9 обесшламливание
η αφαίρεση της λάσπης/ύλης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обесшламливание
-
10 поставщик
ο προμηθευτής, ο εφοδια-στής, (продовольствия) о τροφοδότηςсудовой - ο τροφοδότης/προμηθευτής του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставщик
-
11 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство
-
12 топливоподача
η παροχή καυσίμου/καύσιμης ύλης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топливоподача
-
13 экспортёр
ο εξαγωγέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспортёр
-
14 обмен
обменм ἡ ἀνταλλαγή / ἡ συναλλαγή (товаров):\обмен мнений ἡ ἀνταλλαγή γνω· μῶν· \обмен опытом ἡ ἀνταλλαγή πείρας· годный для \обмена ἀνταλλάξιμος· предмет \обмена τό ἀντάλλαγμα· в \обмен σέ ἀντάλλαγμα-◊ \обмен веществ физиол. ὁ μεταβολισμός, ἡ ἐναλλαγή τῆς ὕλης. -
15 редактирование
редактированиес ἡ σύνταξη [-ις], ἡ θεώρηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια ὑλης. -
16 редакция
редакцияж1. (помещение) τά γραφεία τής σύνταξης·2. (коллектив) ἡ σύν-ταξη [-ις]·3. (формулировка) ἡ γραφή:первоначальная \редакция ἡ πρώτη γραφή·4. (редактирование) ἡ θεώρηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια ὑλης. -
17 строение
строениес1. (структура) ἡ κατασκευή, ἡ σύσταση, ἡ ὑφή:\строение материи физ. ἡ σύσταση τής ὑλης·2. (постройка) ἡ οίκοδομή, τό οἰκοδόμημα, τό κτίρι-ο[ν]. -
18 техред
техредм (технический редактор) ὁ τεχνικός συντάκτης, ὁ ἐπιμελητής τής ὕλης. -
19 атрибут
-а α.1. ιδιότητα• χαρακτηριστικό• φύση•движение есть атрибут материи η κίνηση είναι ιδιότητα της ύλης.
2. (γραμμ.) προσδιορισμός (ενός μέλους της πρότασης). -
20 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.
См. также в других словарях:
Ὑλῆς — Ὑλεύς Ringwood masc nom pl Ὑλεύς Ringwood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλῆς — ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (doric) ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλης — Ὕλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλης — ὕ̱λης , ὕλη forest fem gen sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc pl (doric aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (doric) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg ὑλάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλῃς — Ὕλη fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλῃς — ὕ̱λῃς , ὕλη forest fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)