-
1 κονιορτος
ὅ1) (поднятая) пыль или облако пыли(ἰδεῖν κονιορτόν Her.; κ. ὑπὸ πνεύματος φερόμενος Plat.; τραχὺν αἴρων κονιορτόν Plut.)
2) пепел(τῆς ὕλης κεκαυμένης Thuc.)
3) грязная личность Dem. -
2 κονιορτός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κονιορτός
-
3 κονιορτός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κονιορτός
-
4 κονιορτός
ο см. κουρνιαχτός -
5 κονιορτός
пыль, прах.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κονιορτός
-
6 αδρομερης
2состоящий из густо расположенных частей, т.е. густой(τῶν ψηφίδων κονιορτός Diod.; ἁ. καὴ πολυσώματος Plut.)
-
7 ελασις
- εως ἥ1) изгнание(τῶν ἐναγῶν Thuc.)
2) угон(τῶν βοσκημάτων Plut.)
3) езда верхом(ἐκπεπονημένος τῇ ἐλάσει Xen.)
4) поход(Δαρείου ἐπὴ Σκύθας Her.)
5) набег, рейд(ὅ κονιορτὸς τῇς ἐλάσεως Plut.)
6) шествие(βασιλέως Xen.)
-
8 εξαιρω
эп.-ион. ἐξαείρω (fut. ἐξαρῶ, aor. ἐξῆρα, pf. ἐξῆρκα)1) поднимать(τινὰ ἐκ τῶν βάθρων Soph.; γλῶτταν Arst.; τὰς χεῖρας Polyb.)
ἐξάρας παίει ἐς τέν γῆν Her. — он поднял (его) и бросил на землю;κοῦφον ἐξάρας πόδα Soph. — легко перебирая ногами, т.е. бегом;ὅ κονιορτὸς ἐξαιρόμενος Polyb. — поднявшаяся пыль;ἥ ἐξαιρομένη φλόξ Polyb. — вспыхнувший пожар;μετέωρος ἐξαρθείς Plut. — высоко поднятый2) вынимать(θώρακα Arph.)
3) поднимать, увеличивать, повышатьτὸ τεῖχος ἐξῄρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου Her. — стена была доведена до двойной высоты против прежнего;
ἄνω ἐ. τι Aeschin. — преувеличивать что-л.;νόσημα ἐξαίρεσθαι Soph. — усиливать недуг4) побуждать, заставлять(τινὰ θανεῖν Eur.)
τίς σ΄ ἐξῆρεν οἴκοθεν στόλος ; Soph. — кто побудил тебя покинуть дом и отправиться в путь?5) возвышать, возвеличивать(τέν οἰκίαν τινός Her.)
ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐ. βίον Soph. — вести жизнь полную наслаждений6) превозносить, прославлять, восхвалять(τινά Luc. и τινὰ ὑψοῦ Her.)
ὑψηλὸν ἐ. αὑτὸν ἐπί τινι Plat. — кичиться чем-л.7) возбуждатьμηδὲν δεινὸς ἐξάρῃς μένος Soph. — не предавайся (столь) страшному гневу;ἐλπίσιν κεναῖς ἐξαίρεσθαι Soph. — обольщаться ложными надеждами;ἐ. διπλῆν χάριν χορείας Arph. — заводить двойной хоровод8) подниматься(ἐξᾶραι καὴ πέτεσθαι Diod.)
ἐξᾶραι παντὴ τῷ στρατεύματι Polyb. — двинуться со всем войском9) med. уносить с собой, приобретать, добывать, получать(πολλὰ Τροίης Hom.: κάλλιστον ἕδνον Pind.; ἆθλα Theocr.)
10) уводить с собой(τινά Plat.)
-
9 κολλαω
1) приклеивать, прикреплятьχαλκὸν ἐπ΄ ἀνέρι κ. Arst. — ставить человеку медные банки;pass. — прилепляться, прилипать (κονιορτὸς κολληθείς τινι, перен. τῇ γυναικὴ αὑτοῦ NT.)2) склеивать(γομφοῦν καὴ κ. τι Arph.)
3) сплавлять, сваривать, спаивать(σίδηρος κολλώμενος Plut.)
4) покрывать насечками, инкрустировать(χρυσὸν ἐλέφαντά τε Pind.)
5) перен. скреплять, связывать воедино(πάντα ἤθη Plat.)
κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ Aesch. — род (Атридов) неразрывно связан с несчастьем6) pass. присоединяться, подходить вплотную(τῷ ἅρματι NT.)
-
10 μετεωριζω
1) (тж. ἄνω μ. Plat.) поднимать(τὰ σκέλη Xen.; τινὰ τῷ νώτῳ Arst.; τὸ δόρυ ὑπὲρ κεφαλῆς Plut.; ἄνεμος μετεωρισθείς Arph.; μετεωριζόμενος ἢ καπνὸς ἢ κονιορτός Xen.)
; pass. подниматься, выплывать(ἐν τῷ πελάγει Thuc.)
2) (по)выше возводить, строить(τὸ ἔρυμα Thuc.)
3) побуждать к восстанию(πολλοὺς τῶν ἡγεμόνων Polyb.)
4) возбуждать, воодушевлять, ободрять(τινά Dem.)
5) наполнять гордостью(μετεωρισθεὴς ἐπί τινι или ὑπό τινος Polyb.)
6) med.-pass. беспокоиться, тревожиться(μέ μετεωρίζεσθε NT.)
-
11 2868
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2868
См. также в других словарях:
κονιορτός — dust raised masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
κονιορτοῦ — κονιορτός dust raised masc gen sg κονιορτόω cover with dust pres imperat mp 2nd sg κονιορτόω cover with dust imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτούς — κονιορτός dust raised masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτῶν — κονιορτός dust raised masc gen pl κονιορτόω cover with dust pres part act masc voc sg (doric aeolic) κονιορτόω cover with dust pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κονιορτόω cover with dust pres part act masc nom sg κονιορτόω cover… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτῷ — κονιορτός dust raised masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτόν — κονιορτός dust raised masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρνιαχτός — και κορνιαχτός και κορνιακτός, ο (Μ κορνιακτός) σκόνη, κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κο(υ)ρνιαχτός σχηματίστηκε από τον αρχικό τ. κονιορτός ως εξής: κονιορτός > *κορνιοτός, με μετάθεση τού ρ από τον συμφυρμό αυτών τών δύο τ. σχηματίστηκε ο τ.… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek
порох — род. п. оха, укр., блр. порох пыль; прах , др. русск. порохъ пыль , ст. слав. прахъ κονιορτός, σποδός (Остром., Супр.), болг. прах(ът) пыль , сербохорв. пра̑х, род. п. пра̑ха пыль порох , словен. рrа̑h, род. п. рrа̑hа, чеш., слвц. рrасh пыль;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера