-
1 αικιζω
преимущ. med. дурно обращаться, притеснять(τινά Aesch., Xen., Isocr.)
ἀφικόμενος ἐδέθη καὴ ᾐκίσθη Lys. — когда он приехал, он был посажен в тюрьму и подвергнут истязаниям;εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arst. — подвергнуться избиению;αἰ. πᾶσαν φόβην ὕλης Soph. — (о буре) срывать всю листву с леса;ἑστία ᾐκισμένη Eur. — разрушенный домашний очаг;αἰκίσασθαί τινα τὰ ἔσχατα Xen. — подвергнуть кого-л. самым страшным насилиям -
2 καταικιζω
(атт. fut. καταικιῶ, aor. κατῄκισα; pass.: aor. κατῃκίσθην, pf. κατῄκισμαι) тж. med.1) делать безобразным, тж. пачкать:(τεύχεα) κατῄκισται Hom. доспехи стали безобразными (от копоти и грязи)
2) обезображивать, увечить, уродовать(σῶμα Eur., Plut.; καταικισάμενος τὸ σῶμα Diod.)
См. также в других словарях:
αἰκίζω — maltreat pres subj act 1st sg (attic epic) αἰκίζω maltreat pres ind act 1st sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] … Dictionary of Greek
αἰκίζοντα — αἰκίζω maltreat pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic) αἰκίζω maltreat pres part act masc acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκίσαι — αἰκίζω maltreat aor inf act (attic epic) αἰκίσαῑ , αἰκίζω maltreat aor opt act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκίσατε — αἰκίζω maltreat aor imperat act 2nd pl (attic epic) αἰκίζω maltreat aor ind act 2nd pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκίσεις — αἰκίζω maltreat aor subj act 2nd sg (attic epic) αἰκίζω maltreat fut ind act 2nd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴκιζε — αἰκίζω maltreat pres imperat act 2nd sg (attic epic) αἰκίζω maltreat imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾔκιζον — αἰκίζω maltreat imperf ind act 3rd pl (attic epic) αἰκίζω maltreat imperf ind act 1st sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκιζούσαις — αἰκίζω maltreat pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκιζέτω — αἰκίζω maltreat pres imperat act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκίζειν — αἰκίζω maltreat pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)