-
1 διαστολη
ἥ1) растяжение, расширение(πνεύμονος Arst., Plut.)
2) разрежение(ὕλης Arst.)
3) выемка, желобок(ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινός Plut.)
4) разделение, разобщение(παροικοδομεῖν εἰς διαστολάς Plut.)
5) различение(διαστολῇ χρήσεσθαι Plut.)
6) обстоятельность -
2 διαστολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαστολή
-
3 διαστολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διαστολή
-
4 διαστολὴ
различиеδιαστολήΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαστολὴ
-
5 διαστολή
различиеδιαστολὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαστολή
-
6 διαστολή
η1) различие, отличие; дифференциация;Λνευ διαστολής — без различия, без исключения;
2) разделение, размежевёние;3) растяжение; вытягивание; 4) физ. расширение; 5) физиол, диёстола; 6) муз. тёктовая черта -
7 διαστολή
разделение, различение, разобщение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διαστολή
-
8 διαστολή
[диастоли] ουσ. Θ. расширениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαστολή
-
9 διαστολή
[диастоли] ουσ θ расширение. -
10 υποδιαστολη
-
11 1293
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1293
См. также в других словарях:
διαστολή — drawing asunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
διαστολή — η 1. (φυσ.), το φυσικό φαινόμενο της αύξησης του όγκου των σωμάτων εξαιτίας της θέρμανσης: Η ικανότητα του σίδηρου για διαστολή είναι σε όλους γνωστή. 2. διόγκωση, αύξηση: Διαστολή της καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή … Dictionary of Greek
διαστολαῖς — διαστολή drawing asunder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολαί — διαστολή drawing asunder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολήν — διαστολή drawing asunder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολῶν — διαστολή drawing asunder fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek