-
1 επιπαρανεω
См. также в других словарях:
επιπαρανέω — ἐπιπαρανέω (Α) [παρανέω] συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.) … Dictionary of Greek
1 επιπαρανεω
επιπαρανέω — ἐπιπαρανέω (Α) [παρανέω] συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.) … Dictionary of Greek