-
1 Ύψη
-
2 Ὕψη
-
3 ύψη
ὕψοςheight: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὕψοςheight: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
4 ὕψη
ὕψοςheight: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὕψοςheight: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
5 ὑψή-λοφος
ὑψή-λοφος, mit hohem Gipfel, auf hohen Bergen wachsend, muß entweder ὑψίλοφος od. ὑφηλόλοφος heißen, vgl. Bast ep. crit. p. 53.
-
6 ὑψήλοφος
ὑψή-λοφος, mit hohem Gipfel, auf hohen Bergen wachsend -
7 ύψος
τό1) высота; вышина;ύψος πυραμίδας (δρους) — высота пирамиды (горы);
ύψος πτήσης — высота полёта;
τα ορεινά ύψη горные высоты, вершины;από το ύψος — с высоты;
στα ΰψη в вышине;ύψους είκοσι μέτρων — высотой в двадцать метров;
2) рост (человека);δεν ταιριάζει στο ύψ (μου) — не (подходит) по росту;
3) высота (тж. перен.); уровень;στο ύψος των ώμων (των οφθαλμών) — на уровне (на высоте) плеч (глаз);
από τού ύψους της καθηγητικής έδρας μου... — с высоты своей профессорской кафедры...;
είμαι ( — или στέκομαι, βρίσκομαι) στο ύψος της θέσεως — быть (оказаться) на высоте положения;
4) возвышенность (мыслей, чувств);ηθικόν ύψος — высокий моральный уровень;
ύψος λόγου — величие слова;
5) вершина, верх, предел, зенит;ύψος αμαθείας' (αναίδειας) — верх невежества (нахальства);
6) астр. высота;7) муз. высота (звука);ύψος της φωνής — высота тона;
8) (чаще рел) небеса;απ' τα ύψη — или εξ ύψους — с неба; — свыше;
αναμένει την εξ ύψους βοήθεια — он ждёт помощи от бога;
§ καταχτώ τα ΰψη овладевать высотами (искусства, науки и т. п.);ή τού ύψου(ς) ή τού βάθου(ς) — либо пан, либо пропал
-
8 ὕψος
ὕψος, ους, τό (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX, pseudepigr.; Philo; Jos., C. Ap. 2, 119 ὕψ., πλάτος al.; Just., D. 39, 5; Mel., P. [edd. and mss. fluctuate in use of the pl. ὕψη or ὕψηλα]) ‘height’.① extent or distance upward, heightⓐ of dimension 1 Cl 49:4 (perh. sense b). W. other dimensions (τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος) Rv 21:16. (πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος) Eph 3:18 (βάθος 1).—Pl. ἀναφέρεσθαι εἰς τὰ ὕψη IEph 9:1.ⓑ of locale height=high place (SibOr 8, 235), mostly= heaven (Ps 17:17 ἐξ ὕψους; 101:20; TestJob 15:1 τῶν ἐν ὕψει; Just., D. 39, 5; Stephan. Byz. s.v. Λαοδίκεια: ἀφʼ ὕψους ὁ θεός) Lk 1:78 (ἀνατολή 3); 24:49; Eph 4:8 (Ps 67:19). τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν 1 Cl 36:2 (Diod S 4, 7, 4 ὕψος οὐράνιον; Aesop, Fab. 397b H. τὰ οὐράνια ὕψη).—τὰ ἐν ὕψεσι as someth. different from τὰ ἐν οὐρανοῖς Dg 7:2 (opp. τὰ ἐν βάθεσι).② a position of high status, high position (of rank Herodian 1, 13, 6; 1 Macc 1:40; 10:24.—Of degree: Pla., Ep. 7, 351e ὕψος ἀμαθίας the ‘height’ of ignorance; Ps.-Aristot., De Mundo 6; Plut., Publ. 100 [6, 5]; Jos., Ant. 8, 126 ὕψος εὐδαιμονίας) Js 1:9 (opp. ταπεινός and ταπείνωσις as TestAbr B 7 p. 111, 21 [Stone p. 70]) τὸν ποιοῦντα ταπεινοὺς εἰς ὕψος who exalts the humble (unless εἰς ὕψ. means ‘upright’, as Apollod. [II B.C.]: 244 Fgm. 107d [=107e] Jac.) 1 Cl 59:3 (Job 5:11).③ a lofty opinion of oneself, pride, arrogance (PsSol 17:6) D 5:1. ὕψος δυνάμεως arrogance in an influential position B 20:1.—JKühn, Υψος ’41.—DELG s.v. ὕψι. M-M. TW. Sv. -
9 ἄ-ορνος
-
10 αορνος
-
11 υψος
1) высота, вышинаὕ. λαμβάνειν Thuc. — подниматься вверх, расти;εἰς ὕ. μέτα αἴρειν τινά Eur. — поднимать кого-л. на большую высоту;κυπαρίττων ὕψη Plat. — вышина кипарисов2) высшая степень, верх(ἀμαθίας Plat.; σεμνότητος καὴ ὑπεροχῆς Arst.)
3) высокое положение, вознесенность NT. -
12 ἁρμονία
a mode, key of musicἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45
ἀοιδὰν κ[αὶ ἁ]ρμονίαν αὐλ[οῖς ἐ]πεφράς[ατο fr. 140b. 2. met., ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps ἁρμονίαν is the object of καταβλέπειν; v. Burton, 184f., Thummer, 24̆{3}. A metaphorical sense seems to be necessary) P. 8.68b pro pers., Harmonia, daughter of Ares and Aphrodite, wife of Kadmos. Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν (sc. Κάδμος) P. 3.91 ὦ παῖδες Ἁρμονίας Ino and Semele P. 11.7 γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν; fr. 29. 6. ]ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Κάδμον ὑψη[λαῖ]ς πραπίδες[σι λαχεῖν Δ. 2. 27. -
13 Κάδμος
1 son of Agenor, husband of Harmonia, founder of Thebes, father of Semele, Ino, Autonoe, Agaue (P. 3.97), ancestor of Theron of Akragas (fr. 119.)εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις O. 2.23
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται sc. among those who live in the isles of the blessed O. 2.78αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.88
“ ἐν Κάδμου πύλαις” P. 8.47Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν, Ἰνὼ δὲ P. 11.1
ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων i. e. to the Thebans I. 1.11παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.75
ἢ Κάδμον ἢ Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν Pae. 9.44
ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα γα[ ] Κάδμον ὑψη[λαῖ]ς πραπίδες[σι λαχεῖν (supp. Bury: γα[μέταν] supp. Housman) Δ. 2. 28.2 son of Skythes, tyrant of Kos in the early 5th century, ambassador 481 B. C. of Gelon to Delphi (Herodot 7. 163.): test., Vita Pind. Ambros., 1. 3. 2 Dr., καὶ γὰρ Σιμωνίδης τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν γέγραφε καὶ Πίνδαρος μέμνηται τῆς Κάδμου βασιλείας (locus a multis varie temptatus) fr. 272. -
14 πραπίς
πραπίς (-ίδος, -ίδι, -ίδες, -ίδων, -ίδεσσι, -ίσιν, -ίδας.) s. & pl.,1 spirit, mindφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν O. 2.94
ἐκ θεοῦ δἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν O. 11.10
χαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά P. 2.61
ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων P. 4.281
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶν πραπίδες I. 8.30
ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον ὑψη[λαῖς] πραπίδες[σι (sc. λαχεῖν, sim.) Δ. 2. 28. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3. κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211. -
15 φάμα
φᾱμα (-α, -αν, -ας, -αι.)a voice “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” O. 6.63κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.16
b reportὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10
ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Κάδμον ὑψη[λαῖ]ς πραπίδες[σι λαχεῖν (Π̆{S}: φαμεν Π.) Δ. 2. 27. add. gen., ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων reputation I. 4.22 -
16 ὕψος
-ους + τό N 3 10-35-33-25-25=128 Gn 6,15; Ex 25,10.23; 27,1.14(of sth) Gn 6,15; high place 2 Sm 1,19; height, summit 2 Kgs 19,23; height (in opp. to βάθος) Is 7,11ἐξ ὕψους from above 2 Sm 22,17; ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν they have uttered unrighteousness loftily Ps 72(73),8; ἐν τῷ ὕψει τῶν ἡμερῶν μου at the height of my days, in my best years Is 38,10*Is 38,10 ἐν τῷ ὕψει in the summit (of age)-רום/ב? for MT דמי/ב in the silence?; *Jer 6,2 τὸ ὕψος the exaltation, the pride-רום for MT דמיתי I have likened?; *Ez 43,13 τὸ ὕψος the height-גבה for MT גב mound?; *Am 5,7 εἰς ὕψος on a high level-למעלה? for MT ללענה to wormwoodCf. DANIEL, S. 1966 35-37.50-52; →NIDNTT; TWNT -
17 κάλλος
A beauty, esp. of body, Il.9.130, 20.235, etc.; ;κάλλεϊ καὶ Χάρισι στίλβων Od.6.237
;περί τ' ἀμφί τε κ. ἄητο h.Cer. 276
: in a concrete sense, as though external to the body,κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια Χρίεται Od.18.192
: freq. i<*> Trag. and Prose,γυναῖκε.. κάλλει ἀμώμω A.Pers. 185
;κ. σώματος Democr.105
; opp. αἶσχος, Pl.Smp. 201a: in a general sense,τῶν ἔργων τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει Χαλεπὸν ἐξισῶσαι τοὺς ἐπαίνους Isoc.12.36
;Χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα Hdt.8.144
, cf. Pl.Chrm. 157e, D.S.1.30; of ships, Th.[3.17];ἀρετὴ ἂν εἴη κ. ψυχῆς Pl.R. 444d
; τὸ τῶν μαθημάτων κ. Id.Grg. 475a; ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, E.El. 1073; οὐ γὰρ ἐς κ. τύχας δαίμων δίδωσιν so as to regard beauty or show, Id.Tr. 1201; ὁ εἰς κ. βίος, opp. αἰσχρουργία, X. Ages.9.1;ἐς κ. ζῆν Id.Cyr.8.1.33
; but ἐς κ. κυνηγετεῖν hunt for pleasure, Arr.Cyn.25.9: in pl., σωμάτων κάλλη, opp. ψυχῶν ἀρετή, Pl. Criti. 112e.2 concrete, of persons,κ. κακῶν ὕπουλον S.OT 1396
; of a bird, Clitarch.21 J. codd.; mostly of women, a beauty,τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος X.Cyr.5.2.7
;Γαλάτεια, κάλλος Ἐρώτων Philox.8
(nisi leg. θάλος); Ἑλένη καὶ Λήδα καὶ ὅλως τὰ ἀρχαῖα κάλλη Luc.DMort.18.1
, cf. Im.2.3 in pl., beautiful things, as garments and stuffs,ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν A.Ag. 923
; βάπτειν τὰ κ. Eup.333, cf. Pl.Phd. 110a, Poll.7.63, Hsch. s.v.;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
;μεγέθεσιν κάλλεσίν τε ἔργων Id.Criti. 115d
, etc.; τὰ κ. τῆς ἑρμηνείας beauties of style, Longin.5.1 (also in sg., τὸ κ. τῆς ἑρμ. D.H.Comp.3); κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i.e. honeycombs, AP9.363.15 (Mel.); ; κ. οἰκοδομημάτων, = καλὰ οἰκοδομήματα, Plu.2.409a, cf. 935a, D.C.65.15. -
18 ἄορνος
-
19 ἵζημα
A subsidence, sinking,ἰσθμὸς ἵ. λαμβάνει Str.1.3.17
, cf. 2.3.6, Plu.2.434c (pl.): metaph., of language,ὕψη ἱζήματα μηδαμοῦ λαμβάνοντα Longin.9.13
. -
20 ὕψος
A height, ;εἰς ὕ. αἴρειν τινά E.Ph. 404
;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
; ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν, rise some height, Th.1.91, 4.13, cf. 2.75;ἀφ' ὕψους [με] δισκοβόλησε Epigr.Gr.336
(Alexandria Troas): pl., Pl.Ti. 44d: abs. ὕψος, in height, opp. μῆκος, εὖρος, πλάτος, Hdt.1.50, 178, IG12.372.24, 22.1666A79, PMich.Zen.38.12, al. (iii B. C.); soἐς ὕψος Hdt.2.13
, 155.II metaph., summit, crown,ὕ. ἀμαθίας Pl.Ep. 351d
;σεμνότητος Arist.Mu. 398a12
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὕψη — Ὕψευς masc nom/voc/acc dual Ὕψευς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek