-
1 ὕψος
ὕψος, ους, τό (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX, pseudepigr.; Philo; Jos., C. Ap. 2, 119 ὕψ., πλάτος al.; Just., D. 39, 5; Mel., P. [edd. and mss. fluctuate in use of the pl. ὕψη or ὕψηλα]) ‘height’.① extent or distance upward, heightⓐ of dimension 1 Cl 49:4 (perh. sense b). W. other dimensions (τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος) Rv 21:16. (πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος) Eph 3:18 (βάθος 1).—Pl. ἀναφέρεσθαι εἰς τὰ ὕψη IEph 9:1.ⓑ of locale height=high place (SibOr 8, 235), mostly= heaven (Ps 17:17 ἐξ ὕψους; 101:20; TestJob 15:1 τῶν ἐν ὕψει; Just., D. 39, 5; Stephan. Byz. s.v. Λαοδίκεια: ἀφʼ ὕψους ὁ θεός) Lk 1:78 (ἀνατολή 3); 24:49; Eph 4:8 (Ps 67:19). τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν 1 Cl 36:2 (Diod S 4, 7, 4 ὕψος οὐράνιον; Aesop, Fab. 397b H. τὰ οὐράνια ὕψη).—τὰ ἐν ὕψεσι as someth. different from τὰ ἐν οὐρανοῖς Dg 7:2 (opp. τὰ ἐν βάθεσι).② a position of high status, high position (of rank Herodian 1, 13, 6; 1 Macc 1:40; 10:24.—Of degree: Pla., Ep. 7, 351e ὕψος ἀμαθίας the ‘height’ of ignorance; Ps.-Aristot., De Mundo 6; Plut., Publ. 100 [6, 5]; Jos., Ant. 8, 126 ὕψος εὐδαιμονίας) Js 1:9 (opp. ταπεινός and ταπείνωσις as TestAbr B 7 p. 111, 21 [Stone p. 70]) τὸν ποιοῦντα ταπεινοὺς εἰς ὕψος who exalts the humble (unless εἰς ὕψ. means ‘upright’, as Apollod. [II B.C.]: 244 Fgm. 107d [=107e] Jac.) 1 Cl 59:3 (Job 5:11).③ a lofty opinion of oneself, pride, arrogance (PsSol 17:6) D 5:1. ὕψος δυνάμεως arrogance in an influential position B 20:1.—JKühn, Υψος ’41.—DELG s.v. ὕψι. M-M. TW. Sv. -
2 ὕψος
ὕψος, εος, τό, Höhe; ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος Aesch. Ag. 1349; οὐδ' ἡϋγένεια σ' ἦρεν εἰς ὕψος μέγα Eur. Phoen. 407; ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν, Thuc. 1, 91. 4, 13; u. sonst in Prosa, auch Spitze, Scheitel; – oft im absolut. acc. ὕψος, an Höhe, Her. 1, 50. 7, 60, Xen. u. sonst; – übtr., Erhabenheit, Longin.
-
3 ὕψος
A height, ;εἰς ὕ. αἴρειν τινά E.Ph. 404
;κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg. 625c
; ὕ. ἔχειν, λαμβάνειν, rise some height, Th.1.91, 4.13, cf. 2.75;ἀφ' ὕψους [με] δισκοβόλησε Epigr.Gr.336
(Alexandria Troas): pl., Pl.Ti. 44d: abs. ὕψος, in height, opp. μῆκος, εὖρος, πλάτος, Hdt.1.50, 178, IG12.372.24, 22.1666A79, PMich.Zen.38.12, al. (iii B. C.); soἐς ὕψος Hdt.2.13
, 155.II metaph., summit, crown,ὕ. ἀμαθίας Pl.Ep. 351d
;σεμνότητος Arist.Mu. 398a12
. -
4 Ύψος
-
5 Ὕψος
-
6 ύψος
-
7 ὕψος
-
8 ὕψος
-
9 υψος
1) высота, вышинаὕ. λαμβάνειν Thuc. — подниматься вверх, расти;εἰς ὕ. μέτα αἴρειν τινά Eur. — поднимать кого-л. на большую высоту;κυπαρίττων ὕψη Plat. — вышина кипарисов2) высшая степень, верх(ἀμαθίας Plat.; σεμνότητος καὴ ὑπεροχῆς Arst.)
3) высокое положение, вознесенность NT. -
10 ύψος
τό1) высота; вышина;ύψος πυραμίδας (δρους) — высота пирамиды (горы);
ύψος πτήσης — высота полёта;
τα ορεινά ύψη горные высоты, вершины;από το ύψος — с высоты;
στα ΰψη в вышине;ύψους είκοσι μέτρων — высотой в двадцать метров;
2) рост (человека);δεν ταιριάζει στο ύψ (μου) — не (подходит) по росту;
3) высота (тж. перен.); уровень;στο ύψος των ώμων (των οφθαλμών) — на уровне (на высоте) плеч (глаз);
από τού ύψους της καθηγητικής έδρας μου... — с высоты своей профессорской кафедры...;
είμαι ( — или στέκομαι, βρίσκομαι) στο ύψος της θέσεως — быть (оказаться) на высоте положения;
4) возвышенность (мыслей, чувств);ηθικόν ύψος — высокий моральный уровень;
ύψος λόγου — величие слова;
5) вершина, верх, предел, зенит;ύψος αμαθείας' (αναίδειας) — верх невежества (нахальства);
6) астр. высота;7) муз. высота (звука);ύψος της φωνής — высота тона;
8) (чаще рел) небеса;απ' τα ύψη — или εξ ύψους — с неба; — свыше;
αναμένει την εξ ύψους βοήθεια — он ждёт помощи от бога;
§ καταχτώ τα ΰψη овладевать высотами (искусства, науки и т. п.);ή τού ύψου(ς) ή τού βάθου(ς) — либо пан, либо пропал
-
11 ὕψος
-ους + τό N 3 10-35-33-25-25=128 Gn 6,15; Ex 25,10.23; 27,1.14(of sth) Gn 6,15; high place 2 Sm 1,19; height, summit 2 Kgs 19,23; height (in opp. to βάθος) Is 7,11ἐξ ὕψους from above 2 Sm 22,17; ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν they have uttered unrighteousness loftily Ps 72(73),8; ἐν τῷ ὕψει τῶν ἡμερῶν μου at the height of my days, in my best years Is 38,10*Is 38,10 ἐν τῷ ὕψει in the summit (of age)-רום/ב? for MT דמי/ב in the silence?; *Jer 6,2 τὸ ὕψος the exaltation, the pride-רום for MT דמיתי I have likened?; *Ez 43,13 τὸ ὕψος the height-גבה for MT גב mound?; *Am 5,7 εἰς ὕψος on a high level-למעלה? for MT ללענה to wormwoodCf. DANIEL, S. 1966 35-37.50-52; →NIDNTT; TWNT -
12 ὕψος
{сущ., 6}высота, вышина, возвышенность.Ссылки: Лк. 1:78; 24:49; Еф. 3:18; 4:8; Иак. 1:9; Откр. 21:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὕψος
-
13 ύψος
{сущ., 6}высота, вышина, возвышенность.Ссылки: Лк. 1:78; 24:49; Еф. 3:18; 4:8; Иак. 1:9; Откр. 21:16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ύψος
-
14 ὕψος
высота, вышина, вознесенность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὕψος
-
15 ὕψος
высотавысотуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὕψος
-
16 ύψος
[ипсос] ουσ ο высота, вышина. -
17 ύψος
boy, yükseklik, uzunluk -
18 ύψος
1) altitude2) ampleur3) hauteur -
19 ύψος
wysokość (f) rzecz. -
20 ύψος
1) výše2) výšina3) výška
См. также в других словарях:
Ὕψος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψος — height neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύψος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κάτω Κορακιάνας. * * * ους, το / ὕψος, εος, ΝΜΑ 1. η από τη βάση ώς την κορυφή ενός σώματος κατακόρυφη απόσταση (α. «το ύψος τού κτηρίου… … Dictionary of Greek
ύψος — ο ου, ο γύψος (βλ. λ.). το ους 1. η κατακόρυφη απόσταση από τη βάση ως την κορυφή (όταν κοιτάζεται από κάτω), το ψήλος. 2. η νοητή κατακόρυφη γραμμή που ενώνει το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με το νοητό οριζόντιο επίπεδο που περνά από την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕψει — ὕψος height neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὕψεϊ , ὕψος height neut dat sg (epic ionic) ὕψος height neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕψω — Ὕψος masc nom/voc/acc dual Ὕψος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψοῖν — ὕψος height neut gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψέων — ὕψος height neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίων — ὕψος height neut gen pl (doric) ὑψίων loftier masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψῶν — ὕψος height neut gen pl (attic epic doric) ὑψόω lift high pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act masc nom sg ὑψόω lift high pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)