Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Ἰταλίαν

См. также в других словарях:

  • Ἰταλίαν — Ἰταλίᾱν , Ἰταλία Italy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHONE — urbs Oenotrorum. Strabo, l. 7. regienem appellat Chonen: incolae Chones, et Chonii, dicti ab Hercule in Italiam adventante, quem Aegyptii Chonem, vocant. Sane Chonen Italiam olim dictam fuisle innuit Hesychius, Χώνην τὴν Ιταλίαν, οὕτως πάλαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GRAECIA Magna — reg. Italiae ad oram sinûs Scylacei ac Tarentini, inter Brutios ad Mer. et Salentinos ad Bor. in longum extensa: cuius pars nunc in Calabria ulteriore, pars vero Maior in citeriore continetur. Eius mem. Ovid. Fast. l. 4. v. 64. Itala nam tellus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OENOTRI — populi Italiae tractum illium inter Paestum, ac Tarentum incolentes, quorum regio Oenotria, partem Lucaniae, Brutiorum, et Magnae Graeciae complectens. Virg. Aen. l. 1. v. 531. Est locus, Hesperiam Graii cognomine dicunt; Terra antiqua, petens… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPARTACUS — I. SPARTACUS Leuconis filius, Satyri nepos, Spartaci pronepos, suscepit oregnum Ponti, A. M. 3614. post patris mortem; Olympiadis centesimae sextae annô tertiô, tenuitque annos 5. Diodor. Sic. l. 16. Obiit Olymp. 107. ann. 4. succedente fratre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθηγούμαι — (AM καθηγοῡμαι, έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι) νεοελλ. (μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού αρχ. 1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • κατακληρουχώ — κατακληρουχῶ, έω (Α) 1. παίρνω κάτι ως μερίδιο 2. μοιράζω με άλλους κατακτηθείσα χώρα («τήν... Σικελίαν ἐπεθύμησαν κατακληρουχῆσαι», Διόδ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον κάτι ως μερίδιό του 4. δίνω μερίδιο σε εποίκους («τοῑς αὑτοῡ στρατιώταις...Ἰταλίαν… …   Dictionary of Greek

  • κλυτός — ή, ό (AM κλυτός, ή, όν, Α θηλ. και κλυτός) [κλύω] περίφημος, ένδοξος, ονομαστός (α. «κλυτόν ἀμφ Ὀδυσσῆα», Ομ. Οδ. β. «κλυτάν ὡς ἀμφέπεις Ἰταλίαν», Σοφ.) αρχ. 1. (για ζώο) καλοθρεμμένο, ωραίο («ἤμελγε κλυτὰ μῆλα» άρμεγε ευτραφή πρόβατα, Σοφ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • παρευθύς — ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ επίρρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα (α. «και παρευθύς σηκώνεται από χάμου, και τραγουδάει», Σολωμ. β. «παρευθύς εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῡσαι», Δίων Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • περιθέω — ΜΑ περιβάλλω κάτι (α. «τάφρος περιθέει», Ομ. Οδ. β. «περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης» περιέβαλλε χρυσό δακτυλίδι, Ομ. Ιλ. γ. «ὕδωρ περιθέον τὴν γῆν», Ευστ.) αρχ. 1. κινούμαι σε όλη την έκταση («περιθέοντες την Ἰταλίαν», Πλούτ.) 2. περιτρέχω, κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»