Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐνδιατρίβω

  • 1 ενδιατριβω

         (ῑ)
        1) (тж. ἐ. χρόνον Thuc., Arph.)
        

    (в чем-л., с кем-л. и т.п.) проводить время, задерживаться (περαιτέρω τοῦ δέοντος Plat.; ἐπὴ τοῦ ἀέρος Arst.; αὐτόθι Dem.; τῇ χῶρα Polyb.; ἐν τῷδε τῷ τόπῳ и κατὰ τέν Ἰταλίαν Diod.; τῇ περὴ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plut.; τοιούτοις ἀνθρώποις Luc.)

        πλέοντες περὴ τέν Πελοπόννησον ἐνδιέτριψαν Thuc. — они потратили много времени для того, чтобы проплыть вокруг Пелопоннеса;
        περὴ τούτων πλείω τῆς ἀξίας ἐνδιατέτριφεν ὅ λόγος Arst. (наше) обсуждение задержалось на этом дольше, чем следовало;
        ἃ σιωπητέον καὴ οἷς ἐνδιατριπτέον Luc. (определить), что обойти молчанием, а на чем подробно остановиться;
        ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τέν ὄψιν ἐ. Xen. — заглядываться на прекрасное;
        ὄμμα φλεγμαῖνον ἥδιστα τοῖς σκιεροῖς ἐνδιατρίβει χρώμασι Plut.для воспаленного глаза наиболее приятны темные цвета

        2) терять время
        

    (ἐνδιέτριβε καὴ οὐδὲν ἐποίει Dem.; ἔπειτ΄ ἐνδιατρίβῃ καὴ μέ ἀπολογῆται Aeschin.)

    Древнегреческо-русский словарь > ενδιατριβω

  • 2 ενδιατρίβω

    (αόρ. ενδιέτριψα) αμετ.
    1) пребывать, проживать; 2) перен. увлечённо заниматься (чём-л.); тратить время (на что-л.); детально останавливаться (на чём-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενδιατρίβω

См. также в других словарях:

  • ἐνδιατρίβω — ἐνδιατρί̱βω , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 1st sg ἐνδιατρί̱βω , ἐνδιατρίβω spend pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδιατρίβω — (AM ἐνδιατρίβω) 1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.) 2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾱλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.) 3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω,… …   Dictionary of Greek

  • ἐνδιατρίβητε — ἐνδιατρίβω spend aor imperat pass 2nd pl ἐνδιατρί̱βητε , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 2nd pl ἐνδιατρίβω spend aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιατρῖβον — ἐνδιατρίβω spend pres part act masc voc sg ἐνδιατρίβω spend pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιέτριβεν — ἐνδιατρίβω spend aor ind pass 3rd pl (epic) ἐνδιέτρῑβεν , ἐνδιατρίβω spend imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιατρῖψαι — ἐνδιατρίβω spend aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιατρίβετε — ἐνδιατρί̱βετε , ἐνδιατρίβω spend pres imperat act 2nd pl ἐνδιατρί̱βετε , ἐνδιατρίβω spend pres ind act 2nd pl ἐνδιατρί̱βετε , ἐνδιατρίβω spend imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιατρίβῃ — ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres subj mp 2nd sg ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres ind mp 2nd sg ἐνδιατρί̱βῃ , ἐνδιατρίβω spend pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιατρίψει — ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβω spend aor subj act 3rd sg (epic) ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβω spend fut ind mid 2nd sg ἐνδιατρί̱ψει , ἐνδιατρίβω spend fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιατρίψουσιν — ἐνδιατρί̱ψουσιν , ἐνδιατρίβω spend aor subj act 3rd pl (epic) ἐνδιατρί̱ψουσιν , ἐνδιατρίβω spend fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνδιατρί̱ψουσιν , ἐνδιατρίβω spend fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιατρίψω — ἐνδιατρί̱ψω , ἐνδιατρίβω spend aor subj act 1st sg ἐνδιατρί̱ψω , ἐνδιατρίβω spend fut ind act 1st sg ἐνδιατρί̱ψω , ἐνδιατρίβω spend aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»