Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(в+путь)

  • 81 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 82 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 83 недалёкий

    επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.
    1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•

    -ая деревня κοντινό χωριό.

    || (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•

    -ое путешествие μικρό ταξίδι•

    недалёкий путь μικρός δρόμος.

    2. πρόσφατος, ο εγγύς•

    -ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•

    -ое будущее το εγγύς μέλλον.

    3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.
    4. (για συγγένεια) κοντινός•

    -ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.

    5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.
    εκφρ.
    - го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος.

    Большой русско-греческий словарь > недалёкий

  • 84 неуказанный

    επ. παλ. απαγορευμένος, ανεπίτρεπτος• μη ενδεδειγμένος•

    неуказанный способ μη ενδεδειγμένος τρόπος•

    неуказанный путь μη ενδεδειγμένος δρόμος (μέθοδος ενέργειας)•

    в -о время σε απαγορευμένο χρόνο (ώρα).

    Большой русско-греческий словарь > неуказанный

  • 85 обгонный

    επ.
    προσπεραστικός, για προσπέραση•

    обгонный путь δρόμος προσπέρασης.

    Большой русско-греческий словарь > обгонный

  • 86 обратный

    επ.
    αντίστροφος, αντίθετος• της επιστροφής, της επανόδου•

    обратный путь επάνοδος, επιστροφή•

    на -ом пути στην επάνοδο, στην επιστροφή, στο γύρισμα•

    в -ом направлении σε αντίθετη κατεύθυνση•

    -ое движение воды παλίρροια•

    -ое движение αντίθετη κίνηση•

    обратный ход αντίθετη φορά•

    -ая сторона η αντίθετη(η άλλη) πλευρά, η ανάποδη•

    -ая пропорциональность αντίστροφη αναλογία.

    εκφρ.
    обратный адрес – η διεύθυνση του αποστολέα•
    обратный билет – εισιτήριο με επιστροφή (αλερετούρ)•
    - ая сила закона – αναδρομική ισχύς του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > обратный

  • 87 опасный

    επ., βρ: -сен, сна
    -оно
    επικίνδυνος•

    опасный путь επικίνδυνος δρόμος•

    -ое предприятие επικίνδυνο επιχείρημα (εγχείρημα).

    || σοβαρός, κρίσιμος βαρύς•

    -ая болезнь βαριά άρρωστεια•

    опасный больной ο βαριά άρρωστος.

    Большой русско-греческий словарь > опасный

  • 88 отправить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.. (απο)στέλ-λω•

    отправить письмо στέλλω γράμμα•

    отправить посылку στέλλω δέμα.

    || δίνω εντολή εκκίνησης. || κατευθύνω με σκοπό.
    εκφρ.
    отправить в рот отправить – βάζω στο στόμα•
    отправить на тот свет – στέλλω στον άλλο κόσμο (θανατώνω).
    αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ• πηγαίνω φεύγω (για πλοίο) αποπλέω, σαλπάρω•

    поезд -ится через час το τρένο θα φύγει μετά από μια ώρα•

    отправить в путь ξεκινώ για ταξίδι, παίρνω δρόμο•

    отправить домой πηγαίνω για το σπίτι.

    εκφρ.
    отправить на тот свет (к предкам ή праотцам) – μεταναστεύω στον άλλο κόσμο.
    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ. παλ. εκτελώ, κάνω•

    отправить панихиду κάνω μνημόσυνο, παννυχίδα.

    Большой русско-греческий словарь > отправить

  • 89 перекрыть

    -рою, -роешь
    ρ.σ.μ.
    1. ξανασκε-πάζω, επανακαλύπτω καλύπτω αλλιώς.
    2. στεγάζω, κάνω στέγη.
    3. (χαρτπ.) νικώ, σκεπάζω (με μεγαλύτερο χαρτί)•

    козырного туза не -оешь τον άσσο ατού δεν τον νικάς.

    4. καλύπτω, σκεπάζω (όλο, πολύ).
    5. ξεπερνώ, υπερβάλλω•

    перекрыть старые нормы ξεπερνώ τις παλαιές νόρμες•

    лтчик -ыл прежний рекорд ο αεροπόρος κατέρριψε το προηγούμενο ρεκόρ•

    перекрыть план ξεπερνώ το πλάνο.

    || (για φωνή, ήχο)• σκεπάζω (φωνάζω, ηχώ δυνατότερα).
    6. αναπληρώνω.
    7. φράζω, κλείνω•

    перекрыть путь φράζω το δρόμο•

    воду κλείνω το νερό.

    Большой русско-греческий словарь > перекрыть

  • 90 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 91 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 92 проложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, βάζω κατά μήκος• εκτείνω• απλώνω•

    проложить половики по коридорам απλώνω τα χαλιάστους διαδρόμους.

    2. ανοίγω, διανοίγω, φτιάχνω•

    проложить дорогу через лес διανοίγω δρόμο στο δάσος.

    3. σημειώνω τη διαδρομή (στο χάρτη).
    4. παρεμβάζω, τοποθετώ ανάμεσα•

    проложить стеклянную посуду соломой βάζω ανάμεσα στα γυαλικά, άχυρο.

    εκφρ.
    проложить дорогу (путь) – ανοίγω το δρόμο (δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης)•
    проложить себе дорогу – σταδιοδρομώ μόνος μου.

    Большой русско-греческий словарь > проложить

  • 93 прямой

    επ., βρ: прям, пряма, прямо.
    1. ευθύς, ίσιος•

    -ая линия ευθεία γραμμή•

    -ая дорога ίσιος δρόμος•

    прямой нос ίσια μύτη•

    -ые волосы ίσια μαλλιά.

    2. άμεσος•

    говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•

    -ые выборы άμεσες εκλογές•

    прямой налог άμεσος φόρος.

    3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.
    4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•

    прямой вызов φανερή πρόκληση•

    прямой обман ολοφάνερη απάτη.

    || πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•

    -ая польза καθαρό όφελος•

    -ая выгода καθαρό κέρδος•

    прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).

    5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).
    εκφρ.
    - ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•
    прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•
    прямой выстрел – ευθυτενής βολή•
    - ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•
    -ая дорога
    - путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•
    - ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•
    - ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•
    - ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•
    угол – ορθή γωνία•
    в -ом смысле слова – στην κυριολεξία.

    Большой русско-греческий словарь > прямой

  • 94 разветвить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разветвленный, βρ: -лен, -лена, -лено;- ρ.σ.μ. διακλαδίζω•

    разветвить железнодорожный путь διακλαδίζω τη σιδηροδρομική οδό.

    διακλαδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разветвить

  • 95 расчистить

    ρ.σ.μ. ξεκαθαρίζω αποσκορακίζω•

    расчистить дорогу καθαρίζω το δρόμο•

    расчистить поле καθαρίζω το χωράφι.

    || αχρηστεύω, εξοντώνω•

    путь от врагов ξεκαθαρίζω το δρόμο από τους• εχθρούς.

    (ξε)καθαρ ίζομαι κλπ. ρ. μ.

    Большой русско-греческий словарь > расчистить

  • 96 рельсовый

    επ.
    της σιδηροτροχιάς•

    рельсовый стык η σύμπτωση (ένωση) των άκρων της σιδηροτροχιάς.

    || για σιδηροτροχιά•

    -ая сталь ατσάλι για σιδηροτροχιές.

    || σιδηροδρομικός•

    рельсовый путь σιδηροδρομική γραμμή ή σιδηροδρομική οδός.

    Большой русско-греческий словарь > рельсовый

  • 97 санный

    επ.
    του ελκήθρου, ολισθητήρ ιος. || κατάλληλος για ελκηθροδρομία•

    -путь ελκη-θρόδρομος.

    Большой русско-греческий словарь > санный

  • 98 скользкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко.
    1. γλιστερός, ολισθηρός, -θητικός•

    -ие ступени γλιστερά σκαλοπάτια•

    скользкий паркет γλιστερό παρκέτο.

    || μτφ. επισφαλής, ακροσφαλής, επίφοβος•

    вступить на скользкий путь μπαίνω σε ολισθηρό δρόμο.

    2. μτφ. επικίνδυνος, που εγκυμονεί κίνδυνο, ύποπτος•

    -ая тема ολισθηρό θέμα•

    -ое положение ολισθηρή κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > скользкий

  • 99 снарядить

    -яжу, -ядишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снаряжённый, βρ: -жн, -жена, -жено.
    1. εφοδιάζω, προμηθεύω• εξοπλίζω•

    снарядить экспедицию на север εφοδιάζω με τα απαραίτητα την αποστολή για το βοριά•

    снарядить судно εξοπλίζω σκάφος.

    2. ετοιμάζω•

    нас -ли в путь(на дорогу) μας εφοδίασαν με τα απαραίτητα για το δρόμο.

    3. οπλίζω, εφοδιάζω με οπλισμό.
    4. γεμίζω (με εκρηκτική ύλη)•

    снарядить бомбы γεμίζω βόμβες.

    ετοιμάζομαι για δρόμο (εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα).

    Большой русско-греческий словарь > снарядить

  • 100 сократить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокращнный, -щн, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. συντομεύω, βραχύνω, κονταίνω• περικόπτω, κόβω•

    сократить путь συντομεύω το δρόμο•

    сократить статью περικόπτω το άρθρο.

    || σχηματίζω αρκτικόλεξα, ή συντετμημένα ή βραχυγραφίες λέξεων ή σύνθετες συντομογραφίες.
    2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω•

    сократить расходы περιορίζω τα έξοδα•

    сократить армжю μειώνω την αρι,θμητική δύναμη του στρατού.

    3. απολύω από τη δουλειά (λόγω περιορισμού εργατικής δύναμης ή προσωπικού).
    4. (απλ.) χαλιναγωγώ, περιορίζω, δεσμεύω, συγκρατώ.
    5. (μαθ.) απλοποιώ.
    1. συντομεύομαι, βραχύνομαι, κονταίνω, μικραίνω•

    расстояние -лось η απόσταση μίκραινε•

    дни -лись οι μέρες μίκραιναν.

    2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.
    3. συστέλομαι, μαζεύω (για υφάσματα, όργανα του σώματος).
    4. (μαθ.) απλοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сократить

См. также в других словарях:

  • ПУТЬ — муж. (в вор. путь жен.) дорога, ездовая, накатанная полоса, ходовая тропа. Проложить путь. Мощеные пути. Пути непроезжие, распутица. Зимний, летний путь. Путь дорожка! общее пожелание встречному. | Самая езда, ходьба, плаванье, и | время, срок,… …   Толковый словарь Даля

  • путь — (6) 1. Дорога: А мои ти Куряни свѣдоми къмети ... пути имь вѣдоми, яругы имъ знаеми, луци у нихъ напряжени, тули отворени, сабли изъострени. 8. Галичкы Осмомыслѣ Ярославе! ...подперъ горы Угорскыи своими желѣзными плъки, заступивъ Королеви путь,… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • ПУТЬ — пути, пути, путь, путём, о пути, мн. пути, путей, путям, м. 1. Полоса земли, предназначенная, приспособленная для передвижения, то же, что дорога в 1 знач. «Кибитка летела по гладкому зимнему пути.» Пушкин. Проложить путь. куда–н. Летний путь. || …   Толковый словарь Ушакова

  • путь — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? пути, чему? пути, (вижу) что? путь, чем? путём, о чём? о пути; мн. что? пути, (нет) чего? путей, чему? путям, (вижу) что? пути, чем? путями, о чём? о путях 1. Путём называется полоса земли,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Путь из немец в хазары — Путь «из немец в хазары»  гипотетический торговый путь или комплекс из множества отдельных путей, существовавший в IX XI веках и связывавший низовья Волги (Хазарский Каганат) с крупными европейскими державами того времени (например,… …   Википедия

  • Путь непокорных — Путь непокорных …   Википедия

  • Путь — Путь: В Викисловаре есть статья «Путь» Путь  то же, что дорога. Путь  кривая, непрерывное отображен …   Википедия

  • путь — Дорога, ход, конец, маршрут, курс, оборот, рейс (корабля), крюк. Сделать один тур вальса. Сделать один вольт. Артистическое турне по России. Пойду, отдохну с дороги . Пушк. Путь мой лежит на Ростов. Путь дорога.. Ср. . См. дорога, путешествие,… …   Словарь синонимов

  • Путь Солнца — Путь Солнца …   Википедия

  • Путь на Амальтею — Жанр: повесть Автор: братья Стругацкие Язык оригинала: русский Год написания: 1959 Публикация: 1960 …   Википедия

  • путь-дорога — См. путь... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. путь дорога дорога, путь; путешествие, поездка, путь дороженька Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»