-
61 указывать
указыватьнесов прям., перен (ὐπο-) δείχνω, ὑποδεικνύω:\указывать пальцем на кого-л. δείχνω κάποιον μέ τό δάχτυλο· \указывать на ошибки (ύπο)δείχνω τά λάθη (τά σφάλματα)· \указывать на недостатки (υπο)δείχνω τίς ἐλλείψεις· \указывать путь δείχνω τόν δρόμο· \указывать срок καθορίζω τήν προθεσμία· ◊ \указывать кому-л. на дверь διώχνω κάποιον. -
62 водный
επ.υδάτινος, του νερού•водный раствор υδάτινο διάλυμα•
-ое пространство υδάτινη έκταση•
водный транспорт θαλάσσια ή ποτάμια μεταφορά•
водный спорт τα ναυτικά αγωνίσματα•
-путь θαλάσσια συγκοινωνία.
-
63 возвратный
επ.1. της επιστροφής, της επανόδου•возвратный путь οδός επιστροφής•
на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας.
|| υπόστροφος•возвратный тиф υπόστροφος τύφος.
2. με επιστροφή•-ая ссуда δάνειο με επιστροφή.
3. (γραμμ.):-ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία•
возвратный глагол ρήμα παθητικό (παθητικής φωνής)•
-ая форма глагола η παθητική φωνή•
возвратно-средний глагол ρήμα μέσης διάθεσης•
возвратный залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος.
-
64 встать
встану, встанешь, ρ.σ.1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•встать с места σηκώνομαι από τη θέση.
|| σηκώνομαι από τον ύπνο•вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•
встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.
|| θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.
2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.
3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•луна -ла το φεγγάρι βγήκε•
солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.
4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•-ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.
5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•встать на ковер στέκομαι στο χαλί.
6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•
рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.
7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•часы -ли το ρολόι σταμάτησε.
|| παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•река -ла το ποτάμι πάγωσε.
εκφρ.встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•встать на колени – γονατίζω•- на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο. -
65 вступить
-плю, -пишь ρ.σ.1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•
вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,
2. γίνομαι μέλος•вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.
3. οίρχίζω, ανοίγω•вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•
вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•
вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•
вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.
εκφρ.вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•во владение – γίνομαι κτήτορας•вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•- на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.
2. (απλ.) επεμβαίνω•-лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.
-
66 далёкий
επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•далёкий путь μακρινός δρόμος•
-ие страны μακρινές χώρες•
-ое будущее απώτερο μέλλον•
-ое прошлое μακρινό παρελθόν•
далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).
2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•
ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•
они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•
я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•
я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....
3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.
-
67 двухкилометровый
επ.δυό χιλιομέτρων•двухкилометровый путь δρόμος δυό χιλιομέτρων•
-ая карта χάρτης κλίμακας 2000: 1.
-
68 двухколейный
επ.δυό σιδηροτροχιών•путь μονή σιδηροδρομική γραμμή (οδός).
-
69 держать
держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.1. κρατώ, βαστώ•держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.
|| εμποδίζω•кто меня -ит? ποιος με κρατάει;
μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•-йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•
держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•
держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.
|| μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.2. υποβαστάζω•балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.
|| συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•
держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.
4. κρατώ σε•держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.
|| παλ. συμπέριφέρνομαι.5. αφήνω•держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•
держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.
6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.
7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.
|| κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.
8. κατευθύνομαι•-и вправо! τράβα όλο δεξιά!
εκφρ.–и кармам (шире) – απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•держать себя в руках – συγκρατιέμαι•держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•держать экзамены – δίνω εξετάσεις•никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.
2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.
|| μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.3. στέκομαι•он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.
|| φέρομαι, συμπεριφέρομαι•он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.
4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•
ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.
5. (στρατ.) αντιστέκομαι•крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.
6. έχω κατεύθυνση•правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.
7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.
|| εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•
держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.
8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.9. διατηρούμαι.10. συγκρατιέμαι•она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.
εκφρ.только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•держать вместе – ενεργώ από κοινού•держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος. -
70 добрый
επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•-ые люди καλοί άνθρωποι•
-ая душа καλή ψυχή•
-ое сердце καλή καρδιά•
вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•
-ые дела, καλά έργα•
-ые отношения καλές σχέσεις.
2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•-ые известия ευχάριστα νέα.
|| (για ευχές) καλός•-ое утро, добрый день καλημέρα•
-ой ночь καληνύχτα•
добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•
-го здоровья υγείαίνετε.
3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•-ая память καλή ανάμνηση•
-ое имя καλό όνομα•
-ая слава καλή φήμη.
5. ολόκληρος, πλήρης•я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.
|| πραγματικός.εκφρ.добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης. -
71 долгий
επ., βρ: долог, долга, долго; дольше κ. долее.1. μακρός, μακρύς, παρατεταμένος• μακρόχρονος•долгий путь μακρινός δρόμος•
-взгляд παρατεταμένη ματιά•
-ие аплодисменты παρατεταμένα χειροκροτήματα•
-ая разлука μακρόχρονος χωρισμός.
2. (γλωσ.) μακρόχρονος•долгий гласный μακρόχρονο φωνήεντο•
долгий слог μακρόχρονη συλλαβή.
εκφρ.- ие годы – πολλά χρόνια, επί μακρόν (χρονικόν διάστημα)•- ая песня – μακριά ανιαρή ιστορία•на -их – (μεσημ, ουσ.) παλ. ταξιδεύω μακριά με τα ίδια άλογα (χωρίς αντικατάσταση αυτών)•отложить на -ящик – βάζω στο χρονοντούλαπο. -
72 дольше
συγκρ. β. του επ. долгий κ. του επίρ. долго μακρύτερος, πιο μακρύς• περισσότερος, πλέον περισσότερο χρόνο, πιο ; μακριά, μακρύτερα•этот путь дольше того αυτός ο δρόμος είναι μακρύτερος από εκείνον•
я вас в этом доме живу α' αυτό το σπίτι εγώ ζω περισσότερο καιρό από σας.
-
73 жизненный
επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно.1. της ζωής•жизненный опыт η πείρα της ζωής•
жизненный путь η πορεία της ζωής•
жизненный процесс η εξέλιξη της ζωής•
-ые припасы τα προς του ζειν τρόφιμα.
2. ζωτικός•-ое пространство ζωτικός χώρος•жизненныйые интересы ζωτικά συμφέροντα.
-
74 заказать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заказанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. παραγγέλλω (ένδυμα, υποδήματα κ.τ.τ.).δίνω εντολή, εντέλλομαι.2. (παλ. κ. απλ.) απαγορεύω.εκφρ.заказать путь ή дорогу – κλείνω (εμποδίζω) το δρόμο. -
75 закрыть
-крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.1. κλείνω•закрыть дверь κλείνω την πόρτα•
закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•
закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.
|| φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•закрыть путь κλείνω το δρόμο.
2. σκεπάζω, καλύπτω•закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•
закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•
туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.
3. σταματώ•закрыть воду κλείνω το νερό•
закрыть свет σβήνω το φως•
газ κλείνω το γκάζι•
закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.
|| τελειώνω•закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.
εκφρ.закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.1. κλείνομαι.2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.3. επουλώνομαι•рана -лась η πληγή έκλεισε.
-
76 запасной
κ. запасныйεπ.1. εφεδρικός•-экземпляр εφεδρικό αντίτυπο•
-ые части ανταλλακτικά•
-ой выход έξοδος κινδύνου•
путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή•
запасной ые лошади άλογα ταχυδρομικού σταθμού.
2. (στρατ.) έφεδρος, εφεδρικός. || ουσ. α. έφεδρος. -
77 избитый
επ. από μτχ.1. δαρμένος, χτυπημένος.2. κοινός, ποινοτοπικός, πεζός, τετριμμένος, καθημαζευμένος, πεπατημένος, ρουτινιέρικος•-ое выражение κοινή, (τετριμμένη) έκφραση•
избитый путь πεπατημένη οδός•
-ая дорога καθημαξευμένη οδός.
3. πασίγνωστος•-ая истина πασίγνωστη αλήθεια•
-ые слова χιλιοειπωμένα λόγια.
-
78 конный
επ.1. του αλόγου, του ίππου•-ая ярмарка αλογοπάζαρο.
2. με άλογο, ιππικός•-ая тяга ιππική έλξη.
3. του ιππικού•-ая армия το ιππικό•
конный отряд τμήμα ιππικού.
|| για ιππασία•конный путь ιππόδρομος.
4. ιππέας, καβαλάρης.εκφρ.конный двор – ιπποστάσιο•конный завод – ιπποτροφείο, ιπποφορβείο, αλογοτροφείο., -
79 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
80 млечный
επ. παλ. γαλακτώδης.εκφρ.млечный Путь – ο Γαλαξίας•млечный сок – ο γαλακτώδης χυμός των φυτών•- ые сосуды – βλ. млечники.
См. также в других словарях:
ПУТЬ — муж. (в вор. путь жен.) дорога, ездовая, накатанная полоса, ходовая тропа. Проложить путь. Мощеные пути. Пути непроезжие, распутица. Зимний, летний путь. Путь дорожка! общее пожелание встречному. | Самая езда, ходьба, плаванье, и | время, срок,… … Толковый словарь Даля
путь — (6) 1. Дорога: А мои ти Куряни свѣдоми къмети ... пути имь вѣдоми, яругы имъ знаеми, луци у нихъ напряжени, тули отворени, сабли изъострени. 8. Галичкы Осмомыслѣ Ярославе! ...подперъ горы Угорскыи своими желѣзными плъки, заступивъ Королеви путь,… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
ПУТЬ — пути, пути, путь, путём, о пути, мн. пути, путей, путям, м. 1. Полоса земли, предназначенная, приспособленная для передвижения, то же, что дорога в 1 знач. «Кибитка летела по гладкому зимнему пути.» Пушкин. Проложить путь. куда–н. Летний путь. || … Толковый словарь Ушакова
путь — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? пути, чему? пути, (вижу) что? путь, чем? путём, о чём? о пути; мн. что? пути, (нет) чего? путей, чему? путям, (вижу) что? пути, чем? путями, о чём? о путях 1. Путём называется полоса земли,… … Толковый словарь Дмитриева
Путь из немец в хазары — Путь «из немец в хазары» гипотетический торговый путь или комплекс из множества отдельных путей, существовавший в IX XI веках и связывавший низовья Волги (Хазарский Каганат) с крупными европейскими державами того времени (например,… … Википедия
Путь непокорных — Путь непокорных … Википедия
Путь — Путь: В Викисловаре есть статья «Путь» Путь то же, что дорога. Путь кривая, непрерывное отображен … Википедия
путь — Дорога, ход, конец, маршрут, курс, оборот, рейс (корабля), крюк. Сделать один тур вальса. Сделать один вольт. Артистическое турне по России. Пойду, отдохну с дороги . Пушк. Путь мой лежит на Ростов. Путь дорога.. Ср. . См. дорога, путешествие,… … Словарь синонимов
Путь Солнца — Путь Солнца … Википедия
Путь на Амальтею — Жанр: повесть Автор: братья Стругацкие Язык оригинала: русский Год написания: 1959 Публикация: 1960 … Википедия
путь-дорога — См. путь... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. путь дорога дорога, путь; путешествие, поездка, путь дороженька Словарь русских синонимов … Словарь синонимов