Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(в+путь)

  • 61 указывать

    указывать
    несов прям., перен (ὐπο-) δείχνω, ὑποδεικνύω:
    \указывать пальцем на кого-л. δείχνω κάποιον μέ τό δάχτυλο· \указывать на ошибки (ύπο)δείχνω τά λάθη (τά σφάλματα)· \указывать на недостатки (υπο)δείχνω τίς ἐλλείψεις· \указывать путь δείχνω τόν δρόμο· \указывать срок καθορίζω τήν προθεσμία· ◊ \указывать кому-л. на дверь διώχνω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > указывать

  • 62 водный

    επ.
    υδάτινος, του νερού•

    водный раствор υδάτινο διάλυμα•

    -ое пространство υδάτινη έκταση•

    водный транспорт θαλάσσια ή ποτάμια μεταφορά•

    водный спорт τα ναυτικά αγωνίσματα•

    -путь θαλάσσια συγκοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > водный

  • 63 возвратный

    επ.
    1. της επιστροφής, της επανόδου•

    возвратный путь οδός επιστροφής•

    на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας.

    || υπόστροφος•

    возвратный тиф υπόστροφος τύφος.

    2. με επιστροφή•

    -ая ссуда δάνειο με επιστροφή.

    3. (γραμμ.):

    -ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία•

    возвратный глагол ρήμα παθητικό (παθητικής φωνής)•

    -ая форма глагола η παθητική φωνή•

    возвратно-средний глагол ρήμα μέσης διάθεσης•

    возвратный залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος.

    Большой русско-греческий словарь > возвратный

  • 64 встать

    встану, встанешь, ρ.σ.
    1. σηκώνομαι, εγείρομαι,ανορθώνομαι, ανίσταμαι•

    встать с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || σηκώνομαι από τον ύπνο•

    вчера я встал в 5 часов χτες σηκώθηκα στις 5 η ώρα•

    встать с постели σηκώνομαι από το κρεβάτι.

    || θεραπεύομαι, αναρρώνω, γίνομαι καλά•

    больной скоро -нет ο άρρωστος γρήγορα θα σηκωθεί.

    2. ξεσηκώνομαι, ορθώνομαι•

    встать на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    3. ανατέλλω, βγαίνω, προβάλλω•

    луна -ла το φεγγάρι βγήκε•

    солнце -ло ο ήλιος ανέτειλε.

    4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αναφύομαι•

    -ли новые трудности παρουσιάστηκαν κι άλλες δυσκολίες.

    5. στέκομαι, ίσταμαι (όρθιος)•

    встать на ковер στέκομαι στο χαλί.

    6. αρχίζω τη δουλειά, πιάνω δουλειά•

    встать за станком αρχίζω τη δουλειά στην εργατομηχανη•

    рабочие снова -ли на работу οι εργάτες ξανάπιασαν δουλειά.

    7. σταματώ, παύω να λειτουργώ, να δουλεύω•

    часы -ли το ρολόι σταμάτησε.

    || παγώνω, σκεπάζομαι με πάγο•

    река -ла το ποτάμι πάγωσε.

    εκφρ.
    встать на квартиру (к кому) – κατοικώ (στον)•
    встать на колени – γονατίζω•
    - на путь – παίρνω το δρόμο (εκλέγω τρόπο ενέργειας)•
    встать на чью сторону – παίρνω το μέρος κάποιου, υποστηρίζω κάποιον•
    встать на пост – ανεβαίνω στο πόστο.

    Большой русско-греческий словарь > встать

  • 65 вступить

    -плю, -пишь ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•

    вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,

    2. γίνομαι μέλος•

    вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.

    3. οίρχίζω, ανοίγω•

    вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•

    вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    εκφρ.
    вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•
    во владение – γίνομαι κτήτορας•
    вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•
    вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•
    вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•
    - на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•
    вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.
    1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•

    вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.

    2. (απλ.) επεμβαίνω•

    -лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.

    Большой русско-греческий словарь > вступить

  • 66 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 67 двухкилометровый

    επ.
    δυό χιλιομέτρων•

    двухкилометровый путь δρόμος δυό χιλιομέτρων•

    -ая карта χάρτης κλίμακας 2000: 1.

    Большой русско-греческий словарь > двухкилометровый

  • 68 двухколейный

    επ.
    δυό σιδηροτροχιών•

    путь μονή σιδηροδρομική γραμμή (οδός).

    Большой русско-греческий словарь > двухколейный

  • 69 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 70 добрый

    επ., βρ: добр, добра, добро, добры κ. добры.
    1. καλός, αγαθός, καλόκαρδος, χρηστός•

    -ые люди καλοί άνθρωποι•

    -ая душа καλή ψυχή•

    -ое сердце καλή καρδιά•

    вы слышном -ы είστε παραπάνω από καλός•

    -ые дела, καλά έργα•

    -ые отношения καλές σχέσεις.

    2. ευχάριστος, αίσιος• ευνοϊκός•

    -ые известия ευχάριστα νέα.

    || (για ευχές) καλός•

    -ое утро, добрый день καλημέρα•

    -ой ночь καληνύχτα•

    добрый вечер καλησπέρα• (в) добрый час ώρα καλή• (в) путь καλό ταξείδι•

    -го здоровья υγείαίνετε.

    3. παλ. πολύ καλός, άριστος. || καλής ποιότητας.
    4. άμεμπτος, ακηλίδωτος•

    -ая память καλή ανάμνηση•

    -ое имя καλό όνομα•

    -ая слава καλή φήμη.

    5. ολόκληρος, πλήρης•

    я просидел -ых два часа κάθησα δυό ολόκληρες ώρες.

    || πραγματικός.
    εκφρ.
    добрый малый – ανθρωπάκος, -άκι•
    всего -го – (ευχή) α) στο καλό. β) χαίρετε (αποχαιρετισμός)•
    чего -го – μπορεί, δυνατόν, πιθανόν•
    чего -го нас в дороге гроза застигнет – μπορεί να μας πιάσει θύελλα στο δρόμο•
    будьте -ы – έχετε τήν καλοσύνη νά..., ευαρεστηθείτε•
    по -ой воле – θεληματικά,εκουσίως• από καλή θέληση•
    люди -ой волы – άνθρωποι καλής θέλησης.

    Большой русско-греческий словарь > добрый

  • 71 долгий

    επ., βρ: долог, долга, долго; дольше κ. долее.
    1. μακρός, μακρύς, παρατεταμένος• μακρόχρονος•

    долгий путь μακρινός δρόμος•

    -взгляд παρατεταμένη ματιά•

    -ие аплодисменты παρατεταμένα χειροκροτήματα•

    -ая разлука μακρόχρονος χωρισμός.

    2. (γλωσ.) μακρόχρονος•

    долгий гласный μακρόχρονο φωνήεντο•

    долгий слог μακρόχρονη συλλαβή.

    εκφρ.
    - ие годы – πολλά χρόνια, επί μακρόν (χρονικόν διάστημα)•
    - ая песня – μακριά ανιαρή ιστορία•
    на -их – (μεσημ, ουσ.) παλ. ταξιδεύω μακριά με τα ίδια άλογα (χωρίς αντικατάσταση αυτών)•
    отложить на -ящик – βάζω στο χρονοντούλαπο.

    Большой русско-греческий словарь > долгий

  • 72 дольше

    συγκρ. β. του επ. долгий κ. του επίρ. долго μακρύτερος, πιο μακρύς• περισσότερος, πλέον περισσότερο χρόνο, πιο ; μακριά, μακρύτερα•

    этот путь дольше того αυτός ο δρόμος είναι μακρύτερος από εκείνον•

    я вас в этом доме живу α' αυτό το σπίτι εγώ ζω περισσότερο καιρό από σας.

    Большой русско-греческий словарь > дольше

  • 73 жизненный

    επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно.
    1. της ζωής•

    жизненный опыт η πείρα της ζωής•

    жизненный путь η πορεία της ζωής•

    жизненный процесс η εξέλιξη της ζωής•

    -ые припасы τα προς του ζειν τρόφιμα.

    2. ζωτικός•

    -ое пространство ζωτικός χώρος•жизненныйые интересы ζωτικά συμφέροντα.

    Большой русско-греческий словарь > жизненный

  • 74 заказать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. παραγγέλλω (ένδυμα, υποδήματα κ.τ.τ.).
    δίνω εντολή, εντέλλομαι.
    2. (παλ. κ. απλ.) απαγορεύω.
    εκφρ.
    заказать путь ή дорогу – κλείνω (εμποδίζω) το δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > заказать

  • 75 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 76 запасной

    κ. запасный
    επ.
    1. εφεδρικός•

    -экземпляр εφεδρικό αντίτυπο•

    -ые части ανταλλακτικά•

    -ой выход έξοδος κινδύνου•

    путь εφεδρική σιδηρ. γραμμή•

    запасной ые лошади άλογα ταχυδρομικού σταθμού.

    2. (στρατ.) έφεδρος, εφεδρικός. || ουσ. α. έφεδρος.

    Большой русско-греческий словарь > запасной

  • 77 избитый

    επ. από μτχ.
    1. δαρμένος, χτυπημένος.
    2. κοινός, ποινοτοπικός, πεζός, τετριμμένος, καθημαζευμένος, πεπατημένος, ρουτινιέρικος•

    -ое выражение κοινή, (τετριμμένη) έκφραση•

    избитый путь πεπατημένη οδός•

    -ая дорога καθημαξευμένη οδός.

    3. πασίγνωστος•

    -ая истина πασίγνωστη αλήθεια•

    -ые слова χιλιοειπωμένα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > избитый

  • 78 конный

    επ.
    1. του αλόγου, του ίππου•

    -ая ярмарка αλογοπάζαρο.

    2. με άλογο, ιππικός•

    -ая тяга ιππική έλξη.

    3. του ιππικού•

    -ая армия το ιππικό•

    конный отряд τμήμα ιππικού.

    || για ιππασία•

    конный путь ιππόδρομος.

    4. ιππέας, καβαλάρης.
    εκφρ.
    конный двор – ιπποστάσιο•
    конный завод – ιπποτροφείο, ιπποφορβείο, αλογοτροφείο.,

    Большой русско-греческий словарь > конный

  • 79 короткий

    επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, коротко
    κ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.
    1. κοντός, βραχύς•

    -ие ноги κοντά πόδια•

    -ие волосы μικρά μαλλάκια•

    платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•

    -ие брюки κοντό παντελόνι•

    короткий путь κοντινός δρόμος•

    -ое дыхание λαχάνιασμα•

    -ое пальто κοντό πανωφόρι.

    || χαμηλός•

    -ая трава χαμηλά χόρτα.

    2. σύντομος• μικρός•

    зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•

    короткий срок σύντομη προθεσμία•

    короткий разговор σύντομη συνομιλία.

    || γρήγορος, απότομος•

    удар απότομο χτύπημα.

    || συνοπτικός•

    -ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).

    3. στενός, φιλικός•

    -ие отношения στενές σχέσεις•

    -ое знакомство γνωριμία από κοντά.

    εκφρ.
    - ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•
    - ая память – βραχεία μνήμη•
    руки коротки у тебяκ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•
    короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•
    в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•
    на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > короткий

  • 80 млечный

    επ. παλ. γαλακτώδης.
    εκφρ.
    млечный Путь – ο Γαλαξίας•
    млечный сок – ο γαλακτώδης χυμός των φυτών•
    - ые сосудыβλ. млечники.

    Большой русско-греческий словарь > млечный

См. также в других словарях:

  • ПУТЬ — муж. (в вор. путь жен.) дорога, ездовая, накатанная полоса, ходовая тропа. Проложить путь. Мощеные пути. Пути непроезжие, распутица. Зимний, летний путь. Путь дорожка! общее пожелание встречному. | Самая езда, ходьба, плаванье, и | время, срок,… …   Толковый словарь Даля

  • путь — (6) 1. Дорога: А мои ти Куряни свѣдоми къмети ... пути имь вѣдоми, яругы имъ знаеми, луци у нихъ напряжени, тули отворени, сабли изъострени. 8. Галичкы Осмомыслѣ Ярославе! ...подперъ горы Угорскыи своими желѣзными плъки, заступивъ Королеви путь,… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • ПУТЬ — пути, пути, путь, путём, о пути, мн. пути, путей, путям, м. 1. Полоса земли, предназначенная, приспособленная для передвижения, то же, что дорога в 1 знач. «Кибитка летела по гладкому зимнему пути.» Пушкин. Проложить путь. куда–н. Летний путь. || …   Толковый словарь Ушакова

  • путь — сущ., м., употр. очень часто Морфология: (нет) чего? пути, чему? пути, (вижу) что? путь, чем? путём, о чём? о пути; мн. что? пути, (нет) чего? путей, чему? путям, (вижу) что? пути, чем? путями, о чём? о путях 1. Путём называется полоса земли,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Путь из немец в хазары — Путь «из немец в хазары»  гипотетический торговый путь или комплекс из множества отдельных путей, существовавший в IX XI веках и связывавший низовья Волги (Хазарский Каганат) с крупными европейскими державами того времени (например,… …   Википедия

  • Путь непокорных — Путь непокорных …   Википедия

  • Путь — Путь: В Викисловаре есть статья «Путь» Путь  то же, что дорога. Путь  кривая, непрерывное отображен …   Википедия

  • путь — Дорога, ход, конец, маршрут, курс, оборот, рейс (корабля), крюк. Сделать один тур вальса. Сделать один вольт. Артистическое турне по России. Пойду, отдохну с дороги . Пушк. Путь мой лежит на Ростов. Путь дорога.. Ср. . См. дорога, путешествие,… …   Словарь синонимов

  • Путь Солнца — Путь Солнца …   Википедия

  • Путь на Амальтею — Жанр: повесть Автор: братья Стругацкие Язык оригинала: русский Год написания: 1959 Публикация: 1960 …   Википедия

  • путь-дорога — См. путь... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. путь дорога дорога, путь; путешествие, поездка, путь дороженька Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»