Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(в+больнице)

  • 1 дежурить

    дежурить είμαι της υπηρε σίας εφημερεύω (днём ) δια νυκτερεύω (ночью) (тж. в больнице, аптеке)
    * * *
    είμαι της υπηρεσίας; εφημερεύω ( днём); διανυκτερεύω ( ночью) (тж. в больнице, аптеке)

    Русско-греческий словарь > дежурить

  • 2 няня

    няня ж 1) η παιδοκόμος, η νταντά 2) (в больнице) η νοσοκόμα
    * * *
    ж
    1) η παιδοκόμος, η νταντά
    2) ( в больнице) η νοσοκόμα

    Русско-греческий словарь > няня

  • 3 лежать

    лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;
    * * *
    1) πλαγιάζω, ξαπλώνω
    2) ( находиться) βρίσκομαι

    лежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο

    где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου

    Русско-греческий словарь > лежать

  • 4 палата

    Палата представителей η Βουλή των Αντιπροσώπων 3) (учреждение) το επιμελητήριο*Торговая \Палата το Εμπορικό Επιμελητήριο* Оружейная \Палата το θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου* Книжная \Палата το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη
    * * *
    ж
    1) ( в больнице) ο θάλαμος
    2) полит. η βουλή

    пала́та представи́телей — η Βουλή των Αντιπροσώπων

    3) ( учреждение) το επιμελητήριο

    Торго́вая пала́та — το Εμπορικό Επιμελητήριο

    Оруже́йная пала́та — το Θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου

    Кни́жная пала́та — το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη

    Русско-греческий словарь > палата

  • 5 лежать

    леж||а́ть
    несов
    1. εἶμαι ξαπλωμένος, κοί-τομαι, κεΐμαι, πλαγιάζω:
    \лежать на траве πλαγιάζω ἐπάνω στά χόρτα· \лежать в больнице βρίσκομαι στό νοσοκομείο·
    2. (быть расположенным) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, είμαι:
    город \лежатьит на берегу́ моря ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀκροθαλασσιά, ἡ πόλη εἶναι παραθαλάσσια·
    3. (на ком-л.\лежатьоб обязанностях, заботах и т. п.):
    <§ти обязанности \лежатьат на нем αὐτά εἶναι δικά του καθήκοντα· ◊ \лежать в основе ἀποτελώ τή βάση.

    Русско-новогреческий словарь > лежать

  • 6 няня

    няня
    ж
    1. ἡ νταντά, ἡ παιδοκόμος, ἡ παραμάννα, ἡ τροφός·
    2. (в больнице) ἡ νοσοκόμα [-ος].

    Русско-новогреческий словарь > няня

  • 7 впускной

    επ., επιτρεπτός, ελεύθερος εισόδου, διάβασης•

    впускной день в больнице μέρα ελεύθερης εισόδου στο νοσοκομείο.

    || του ανοίγματος, για άνοιγμα•

    впускной шлюз για άνοιγμα της κλεισάδας (υδατοφράχτη).

    Большой русско-греческий словарь > впускной

  • 8 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

  • 9 продержать

    ρ.σ.μ.
    1. κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    полчаса он -ал ребнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέρια•

    его -ли два месяца в больнице τον κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο.

    2. διατηρώ•

    она -ла письмо три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες.

    κρατιέμαι•

    несколько минут он -лся на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι•

    рота -лась до прибытия подкрепления ο λόχος κράτησε ώσπου να έρθει ενίσχυση.

    || διατηρούμαι•

    краска -лась ещё долго το χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο).

    || παραμένω•

    корабль -лся на воде только час το καράβι παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > продержать

  • 10 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 11 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»