-
1 αντιδοσις
- εως ἥ1) воздаяние, возмещение, отплата(ὕβρεως Luc.)
2) обмен(αἰχμαλώτων Diod.)
αἱ τῶν φορτίων ἀντιδόσεις Diod. — товарообмен;ἀ. κατ΄ ἀναλογίαν Arst. — пропорциональный обмен3) антидоза, обмен имуществом (афинск. гражданин, считавший, что возложенная на него обществ. обязанность сопряжена с непосильными для него расходами, мог предложить своему более богатому согражданину на выбор: или принять эту обязанность на себя, или поменяться имуществом) Lys., Isocr., Dem., Arst., Plut.καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας Xen. — вызывать кого-л. в суд по поводу принятия на себя (вместо другого) триерархии;
καταστῆναι χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Dem. — принять на себя обязанности хорега в порядке антидозы -
2 αξια
ион. ἀξίη ἥ1) цена, стоимость(φορτίων Her.; ἥ ἀ. νομίσματι μετρεῖται Arst.)
ἔλαττον τῆς ἀξίας Xen. — ниже (настоящей) цены2) ценность, достоинствоκατὰ (τέν) ἀξίαν Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst. — по достоинству, по заслугам;
παρὰ τέν ἀξίαν Thuc. и ὑπὲρ τέν ἀξίαν Eur., Dem. — не по заслугам, незаслуженно;τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι Plat. — воздавать по заслугам3) вознаграждение, возмещение, плата(τῆς βλάβης Plat.)
4) звание, (общественное) положение(κατὰ δουλικέν ἀξίαν Diod.)
ἥ τῆς ἀρχῆς ἀ. Plat. — государственный пост;οἱ ἐπ΄ ἀξίας Luc. — высокопоставленные лица;ἐκπορεύεσθαι μετὰ μεγάλης ἀξίας Polyb. — совершать пышное шествие5) оценка, мнение(κατὰ τέν ἰδίαν ἀξίαν Diod.)
-
3 απρασια
-
4 θυμος
I.ὅ [θύω II]1) дыхание жизни, жизненное начало, жизнь, т.е. душа, духτὸν λίπε θ. Hom. — его оставила жизнь;
θυμὸν ἀποπνείων Hom. — испуская дух, т.е. умирая;ὀλίγος ἔτι θ. ἐνῆν Hom. — чуть теплилась (во мне) жизнь;θυμοῦ δευόμενοι Hom. — бездыханные (ягнята)2) воля, (горячее) желание, стремлениеθ. ἐστί или γίγνεταί μοι Her. — мне хочется, мне нравится;
ὠνέεσθαι τῶν φορτίων τῶν σφι ἦν θ. μάλιστα Her. — те из товаров, какие им больше всего хотелось купить;οἱ θ. ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Hom. — дух его стремился (ему хотелось) стяжать славу;ἤθελε θυμῷ εἰσιδέειν φύλοπιν Hom. — (Ахилл) горячо желал увидеть сражение;ἐμοὴ αὐτῷ θ. ἐφορμᾶται πολεμίζειν Hom. — во мне самом кипит желание сразиться;βαλέειν ἑ ἵετο θ. Hom. — было страстное желание поразить его;ὥς σοι θ. Soph. — по твоему желанию, как тебе угодно3) потребность, голод, жажда, аппетит4) душа, сознаниеᾔδεε κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο Hom. — (Менелай) знал в душе (ясно сознавал), как взволнован брат;
λόγους θυμῷ βαλεῖν Aesch. — запечатлеть слова в памяти5) душа, чувства, мысли, образ мыслей, настроениеθ. πρόφρων Hom. — открытая душа, откровенность;
ἕνα θυμὸν ἔχειν Hom. — быть охваченным одними чувствами, чувствовать одно и то же;χαίρειν (ἐν) θυμῷ Hom. — внутренне радоваться;ἄλγος или ἄχος ἱκάνει θυμόν Hom. — печаль наполняет душу;ἄχνυτό σφιν θ. ἐνὴ στήθεσσιν Hom. — опечалилось у них сердце в груди;νεμεσιζέσθω ἐνὴ θυμῷ Hom. — пусть (каждый из ахейцев) вознегодует душой;τινὴ θυμὸν ἐνὴ στήθεσσιν ὀρίνειν Hom. — встревожить кому-л. душу;ἀπὸ θυμοῦ εἶναι Hom. — быть нелюбимым;δέος ἔμπεσε θυμῷ Hom. — страх проник в душу (Идоменея)6) смелость, отвага, мужество(μένος καὴ θ. Hom.)
θυμὸν λαμβάνειν Hom. — воспрянуть духом, собраться с мужеством;θυμὸν ἔχειν ἀγαθόν Her. — быть бодрым7) реже pl. гнев, злоба(μέγας Hom., NT.; ὀξύς Soph.; τῶν πρεσβυτέρων οἱ θυμοὴ ὀξεῖς μέν, ἀσθενεῖς δέ Arst.)
τὸν θυμὸν ἐπανάγειν Her. — возбуждать гнев;θυμὸν καταθέσθαι Arph. — унять (свой) гнев;ὅ οἶνος τοῦ θυμοῦ NT. — крепкое вино8) страсть (у Plat. «животная» часть души, τὸ ἐπιθυμητικόν, делилась на θ. страсть и ἐπιθυμία вожделение) Arst.II.(ῠ) ὅ [θύω I]1) (= θύμον См. θυμον) тимьян Plut. -
5 κερδαινω
(fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)1) (тж. κ. κέρδος Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog.L.) извлекать пользу, получать выгоду(τινός Plat., ἀπό τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и παρά τινος Lys.)
Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. — мы добьемся (этим) спасения Мегар2) приобретать, получать(τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT.)
χρηστὰ κ. ἔπη Soph. — заслужить похвалу;τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. — достичь безопасности3) извлекать прибыль, наживать, зарабатывать(μέγιστα ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT.)
κακὰ κ. Hes. — нечестно наживаться4) получать в удел(τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.)
5) освобождаться (от чего-л), уметь избегнуть(ἐνόχλησιν Diog.L.; ὕβριν καὴ ζημίαν NT.; θανάτου προσδοκίαν Anth.)
-
6 ωνεομαι
(impf. (ἐ)ωνούμην, fut. ὠνήσομαι, aor. (ἐ)ωνησάμην - атт. ἐπριάμην, pf. ἐώνημαι)1) приобретать (за деньги), покупать(κλῆρόν τινος Hes.; τιμῆς ἀργυρίου τι NT.)
ὠ. καὴ πωλεῖν πρὸς ἀλλήλους Plat. — торговать друг с другом;ὠ. τὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῆς ἀγορᾶς Xen. — покупать продовольствие на рынке;ὠ. τι ἐκ Κορίνθου Xen. — покупать что-л. в Коринфе;ὠ. χρημάτων μεγάλων Her. — покупать за большие деньги;ὅ ὠνούμενος Xen., Dem., Plut. — покупатель;ὅ ἐωνημένος Arph. и ὅ ὠνησάμενος Plut. — совершивший покупку, владелец (по праву купли);ὠ. τέν ἑαυτοῦ ψυχήν Lys. — давать выкуп за свою жизнь;ὠ. τὸν χρόνον Plut. — (благодаря денежным подаркам) выиграть время2) желать купить, приторговывать, прицениватьсяὠ. τῶν φορτίων Her. — прицениваться к товарам;
τέν χλανίδα προσελθὼν ὠνέετο Her. — подойдя, он стал прицениваться к плащу;οὐκ ἐβούλοντο ὠνευμένοισι πωλέειν τὰς νήσους Her. — (хиосцы) не хотели продать острова (фокейцам), предлагавшим купить (их)3) брать на откуп, арендовать(τὰ τέλη Xen.; τὰ μέταλλα Dem.)
οἱ ἐωνημένοι τοὺς καρπούς Lys. — арендаторы урожая4) подкупать(ὠ. καὴ διαφθείρειν τινά Dem.)
5) отклонять от себя с помощью денег, откупатьсяὠ. μέ ἀδικεῖσθαί τινα Dem. — платить деньги за то, чтобы оградить кого-л. от обид;
τὰ ἐγκλήματα ὠ. Dem. — откупаться деньгами от обвинений6) pass. быть покупаемым, покупатьсяἐωνημένος ἄνθρωπος Dem. — купленный раб
См. также в других словарях:
φορτίων — φορτίον load neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek