-
1 αντιδοσις
- εως ἥ1) воздаяние, возмещение, отплата(ὕβρεως Luc.)
2) обмен(αἰχμαλώτων Diod.)
αἱ τῶν φορτίων ἀντιδόσεις Diod. — товарообмен;ἀ. κατ΄ ἀναλογίαν Arst. — пропорциональный обмен3) антидоза, обмен имуществом (афинск. гражданин, считавший, что возложенная на него обществ. обязанность сопряжена с непосильными для него расходами, мог предложить своему более богатому согражданину на выбор: или принять эту обязанность на себя, или поменяться имуществом) Lys., Isocr., Dem., Arst., Plut.καλεῖσθαί τινα εἰς ἀντίδοσιν τριηραρχίας Xen. — вызывать кого-л. в суд по поводу принятия на себя (вместо другого) триерархии;
καταστῆναι χορηγὸς ἐξ ἀντιδόσεως Dem. — принять на себя обязанности хорега в порядке антидозы -
2 απολυτρωσις
-
3 αφεσις
- εως ἥ1) бросание, метание(βελῶν Plut.)
2) выпускание(ἵππων Diod.)
3) извержение, испускание(ὕδατος, σπέρματος Arst.)
4) отпускание, освобождение(πλοίων Dem.; αἰχμαλώτων Polyb.; τῆς στρατείας Plut.)
5) ( о животных) разрешение от бремени Arst.6) отпущение, прощение(φόνου Plat.; ὀφλημάτων Dem.)
7) расторжение брака, уведомление о разводе(πέμψαι τέν ἄφεσίν τινι Plut.)
8) Arst. = ἀφεσμός См. αφεσμος -
4 διαθεσις
- εως ἥ1) расположение, размещение, построение, (рас)порядок(δ. λέγεται τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arst.)
2) состояние (преимущ. преходящее)(τοῦ σώματος Arst. и περὴ τὰ σώματα Polyb.)
διαφέρει ἕξις διαθέσεως τῷ πολὺ χρονιώτερον εἶναι Arst. — органическое состояние отличается от преходящего значительно большей длительностью;ἄγνοια ἥ μέ κατ΄ ἀπόφασιν, ἀλλὰ κατὰ διάθεσιν Arst. — неведение не как отсутствие знания, а как ложное знание;παραστατικέν λαμβάνειν διάθεσιν Polyb. — приходить в состояние бешенства, выходить из себя3) душевное предрасположение, задатки, тж. характер, нрав или настроение(ἕξις ψυχῆς καὴ δ. Plat.; δ. ὑβριστική Arst.; ἀπαίδευτοι καὴ κακαὴ διαθέσεις Plut.)
4) устройство, организация, строй(τῆς πόλεως Plat., Arst.)
5) положение(οὐχ ὁμήρων ἔχειν διάθεσιν, ἀλλ΄ αἰχμαλώτων καὴ δούλων Polyb.)
6) выставление на продажу, продажа(τῶν περιόντων Isocr.; sc. τῆς λείας Plut.)
δ. εὔπορος Arst. — легкий сбыт;διάθεσιν οὐκ ἔχειν Plut. — не находить сбыта;διάθεσίν τινος δοῦναι πρὸς ξένους Plut. — разрешить продажу чего-л. за границу7) выставление напоказ:(ἥ) ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν δ. Plut. картина на тему из греческой истории
8) убедительность, яркость(προφορὰ καὴ δ. τῶν λεγομένων Plut.)
μετ΄ αὐξήσεως καὴ διαθέσεως ἐξηγεῖσθαί τι Polyb. — излагать что-л. в сильно преувеличенном виде9) завещательное распоряжение, запись(τῶν τελευτᾶν μελλόντων Plat.)
10) грам. залог -
5 διακλεπτω
1) разворовывать, раскрадывать(τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, sc. τῶν αἰχμαλώτων Thuc.; ὅσα διακέκλεπται τῆς οὐσίας Dem.)
ὅσα μέ διεκλάπη Plut. — то, что уцелело от расхищения2) тайно похищать(τινά Plut.)
3) утаивать, скрывать(λόγοις τέν ἀλήθειαν Dem.)
δ. τῇ ἀπολογίᾳ τέν κατηγορίαν Lys. — защитой скрывать обвинение, т.е. затушевывать вину4) укрывать(τινά Her.; διακλέψαι καὴ διασῶσαι τὸν ἀδελφόν Plut.)
δ. ἑαυτόν Plut. — тайно бежать, скрыться -
6 λαχος
1) удел, судьба(κλεινόν Soph.)
2) часть, доля(τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων Aesch.)
3) часть, отряд(τὸ τοῦ στρατηγοῦ λ. Xen.)
4) смена, очередь(ἐν τῷ τρίτῳ λάχει Aesch.)
-
7 λυσις
1) развязывание, освобождение(τῶν и ἀπὸ τῶν δεσμῶν Plat.)
2) освобождение, избавление(θανάτου Hom.; δειμάτων Thuc.; κακῶν Plat.)
3) расторжение брака, развод(ζητεῖν λύσιν NT.)
4) искупление, спасение(οὐδ΄ ἔχει λύσιν, sc. τὰ πήματα Soph.)
5) освобождение из неволи, выкуп(νεκροῖο Hom.; αἰχμαλώτων Dem.)
6) свобода действий, возможность(οὐ γὰρ ἦν λ. ἄλλη στρατῷ πρὸς οἶκον οὐδ΄ εἰς Ἴλιον Soph.)
λ. δόρπου Pind. — возможность поужинать7) расслабление(τῶν κοιλιῶν Arst.)
8) разламывание(σφραγίδων Luc.)
9) разложение, распад(πολιτείας Plat.)
10) надломленность, потрясение(λ. καὴ λύπη Plat.)
11) (раз)решение(τῆς ἀπορίας Arst.; προβλήματος Polyb.)
12) опровержение (sc. τοῦ συλλογισμοῦ Arst.)13) стих. разрешение, т.е. разложение одного гласного на два14) грам. разложение (слова) на составные части, расчленение15) лит. развязка(τραγῳδίας Arst.)
-
8 λυτρον
τό1) (преимущ. pl.) выкупные деньги, выкупλύτρα ἀνδρῶν αἰχμαλώτων λαβεῖν τι Thuc. — взять что-л. в качестве выкупа за пленных
2) искупление, возмещение(συμφορᾶς Pind.; αἵματος Aesch.; δοῦναί τι λ. ἀντὴ πολλῶν NT.)
3) воздаяние, вознаграждение(καμάτων Pind.)
-
9 λυτρωσις
-
10 αιχμάλωτος
η, ο [ος, ον ] 1.1) пленный;ανταλλαγή αιχμάλώτων — обмен пленными;
πιάνω αιχμάλωτο — брать в плен;
παραδίδομαι αιχμάλωτος — сдаваться в плен;
2) перен. связанный (обещанием);είμαι αιχμάλωτος τού λόγου πού έδωκα — я связан словом;
2. (ο) пленник;έγινε αιχμάλωτος των θέλγητρων της — она очаровала его
-
11 εξαγορά
η1) выплата всей стоимости купленной вещи; 2) откуп, освобождение (от чего-л.);εξαγορά στρατιωτικής θητείας — откуп от воинской повинности;
εξαγορά ποινής — освобождение от наказания (за деньги и т. п.);
εξαγορά δικαιώματος — приобретение права на что-л, (за деньги и т. п.);
3) выкуп, освобождение за выкуп;εξαγορά αιχμαλώτων — выкуп пленных;
4) перен. подкуп
См. также в других словарях:
αἰχμαλώτων — αἰχμάλωτος taken by the spear masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
ανταλλαγή — Η αλλαγή ενός πράγματος με έναάλλο. Στις πρωτόγονες οικονομίες, τα οικονομικά αγαθά ανταλλάσσονται πάντοτε μεταξύ τους (ο ψαράς προσφέρει τα ψάρια του στον αγρότη και παίρνει ως αντάλλαγμα σιτάρι), χωρίς προσφυγή στον ενδιάμεσο ρόλο του χρήματος … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… … Dictionary of Greek
Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Massacre of the Acqui Division — Kefalonia. The Massacre of the Acqui Division (Italian: il massacro della divisione Acqui; Greek: Η Σφαγή της Μεραρχίας Άκουι, Hi Sfagi tis Merarchias Akoui), also known as the Cephalonia Massacre (Italian: Eccidio di Cefalonia, Germa … Wikipedia
пленьныи — (28) пр. Пленный: дерзаи, ˫ако побѣдиши Крѹса и имеши ѥго плѣньна. (αἰχμολωτον) ГА XIV1, 23б; ѥгда възвратить г(с)ь плѣньны˫а люди сво˫а, възрадѹѥтьсѧ И˫аковъ. (τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ) Там же, 165в; иже бѧше всѣ(х) бл҃гообразнѣиши д҃ши сущи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Бойня дивизии Акви — остров Кефалония. «Бойня дивизии Акви» (итал. il massacro della divisione Acqui; греч … Википедия