-
61 ἀπ-αρύτω
ἀπ-αρύτω, = folgd., Plut. Tranqu. an. 11, τινός, u. oft; auch med., ὁ τῆς μνήμης τῶν ἀγαϑῶν ἀπαρυτόμενος, der für sich aus der Erinnerung schöpft, cons. ad ux. 8.
-
62 ἀπο-κλείω
ἀπο-κλείω (s. κλείω), u. im ältern Atticismus ἀποκλῄω, ion. ἀποκληΐω, 1) abschließen, ausschließen, Plat. Rep. V, 473 d; τινά τινος Her. 1, 37. 5, 104; ἀπὸ τῶν ἀγαϑῶν Ar. Vesp. 601; ἀντέδωκα μέν, ἀπέκλεισα δέ, ich machte den Vorbehalt, Dem. 28, 17; versperren, ὄψιν Her. 4, 7; abschneiden, τῆς ὁδοῠ, ἄστεος, 3, 55. 58; in die Enge treiben, ἀποκεκλῃμένων Thuc. 6, 34; Plat. Rep. VI, 487 c; Sp.; verschließen, τὴν βλάστην τοῠ πτεροῦ Plat. Phaed. 251 d. – Med., sich gegen etwas verschließen, sich einer Sache enthalten, σιτίων Dem. 54, 11.
-
63 ἀλέξω (ἈΛΚ
ἀλέξω (ἈΛΚ) fut. ἀλεξήσω Hom. Iliad. 9, 251. 6, 109; aber Soph. O. R. 534 entspricht ἀλεξοίμην dem γνωρισοίμην. ist also fut., was auch ἀλέξεται 171 sein kann; auch Xen. An. 7, 7, 3 hat Krüger für ἀλεξησόμεϑα nach mss. ἀλεξόμεϑα aufgenommen, was dem vorhergehenden ἐπιτρέψομεν entspricht; aor. I. ἀλεξήσειε Od. 3, 346, Theocr. 5, 346, ἀλεξῆσαι Opp. H. 5, 626, ἀλεξήσας Apollod. 3, 12, 5; aor. II. ἤλαλκον; med. ἀλεξήσομαι, ἠλεξάμην; poet. Wort, in att. Prosa nur Xen.; – beistehen, τινί Il. 6, 109, ἀλλήλοις 3, 9; Xen. Cyr. 4, 3, 2; τινί τι, jemandem gegen etwas, ihm etwas abwehren, ἀλλήλοις φόνον Il. 17, 365, νήεσσι πῠρ 9, 347; τινός τι, Τρώων ἵνα λοιγὸν ἀλάλκοι Il. 21, 539; ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ, von deinem Haupte, Od. 10, 288; mit dem bloßen acc. abhalten, abwenden, πόλεμόν περ ἀλαλκών. 9, 605, Ζεὺς τό γ' ἀλεξήσειε Od. 3, 346; Pind. ὕβριν ἀλέξειν, nach Böckh, Ol. 13, 9; abs., helfen, Il. 1, 590; abwehren, 11, 469. – Das med., sich wehren, absolut Iliad. 15, 565 οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀλέξασϑαι μενέαινον; gegen Jem., τινά, ihn von sich abwehren, Od. 9, 57 ἀλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ ἐόντας, Iliad. 13, 475 ἀλέξασϑαι κύνας ἠδὲ καὶ ἄνδρας; Her. 7, 207; πολεμίους Xen. An. 7. 7, 2, ἐχϑρὸν ἀλέξασϑαι 1, 3, 6; abwenden, τὰ κακὰ ἀλεξόμεϑα, entspr. τῶν ἀγαϑῶν ἀπολαύομεν, Mem. 4, 3, 11; absol. Her. 2, 63; Xen. Cyr. 1, 5, 13; An. 1, 9, 11 καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος; τινί, beistehen, Soph. O. R. 171 vgl. 539; περί τινι u. τινος Ap. Rh. 4, 551. 1487.
-
64 ὅτ-αν
ὅτ-αν, d. i. ὅτ' ἄν, wie auch seit Wolf im Hom. überall geschrieben, c. conj., im Fall daß, eine bedingte Zeitbestimmung, daher auch so oft als, so bald als, von einer öfters wiederkehrenden Handlung in Bezug auf die Gegenwart, τὸν δ' οὔποτε κύματα λείπει παντοίων ἀνέμων, ὅτ' ἂν ἔνϑ' ἢ ἔνϑα γένωνται, Il. 2, 396; τὰς διαπέρσαι (für imperat.), ὅτ' ἄν τοι ἀπέχϑωνται πέρι κῆρι, 4, 53; Od. 9, 6; zu bemerken Il. 1, 518 ἦ δὴ λοίγια ἔργ', ὅτε μ' ἐχϑοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ (einen einzelnen Fall, der bestimmt eintreten wird, andeutend), ὅτ' ἄν μ' ἐρέϑῃσιν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν, was wohl stattfinden dürfte; ὅτ' ἄν ποτε, Il. 4, 164. 6, 448; u. in Gleichnissen, ὡς δ' ὅτ' ἄν, wie wenn, 10, 5. 11, 269. 15, 170 Od. 5, 394. 10, 216; Il. 12, 42 ist στρέφεται epische Form für στρέφηται; Od. 10, 410 ὡς δ' ὅτ' ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαίας, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ist als eine durch den Zwischensatz veranlaßte Anakoluthie zu erklären, welche das Bild selbstständig, ohne Rücksicht auf die eintretende Partikel ausführt; ὅταν ϑεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ὄλβον, Pind. Gl. 2, 21; χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι, P. 2, 88, öfter; τί που δράσεις, ὅταν τὰ λοιπὰ πυνϑάνῃ κακά; Aesch. Prom. 746; ὅταν δ' ἀείδειν ἢ μινύρεσϑαι δοκῶ, κλαίω τότε, Ag. 16, öfter; ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, so oft, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει, Soph. Phil. 111, öfter; auch in Beziehung auf ein Demonstrativum, χὤταν τις εὖ ζῇ, τηνικαῠτα τὸν βίον σκοπεῖν χρή, Phil. 503, vgl. O. R. 76; ὅταν τάχιστα, sobald als, Ar. Thesm. 1025; u. in Prosa, vgl. Xen. Cyr. 4, 5, 33; ὅταν πρῶτον, Plat. Lys. 211 b Rep. I, 333 b u. sonst; vgl. οὐκοῦν οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῦνται, ὅταν φοβῶνται, wenn sie ja fürchten, den Fall angenommen, daß sie fürchten, Prot. 360 b; πότερον τὰ μεταξὺ ταῦτα ἕνεκεν τῶν ἀγαϑῶν πράττουσιν, ὅταν πράττωσιν; wo wir umstellend sagen »wenn man das Mittlere thut, thut man es des Guten wegen?« Gorg. 468 a; ebendaselbst βαδίζομεν ὅταν βαδίζωμεν, ἕσταμεν ὅταν ἑστῶμεν, vgl. Phaed. 68 d; Xen. οὗτοι ἡμῖν ὅταν ἀπίωμεν, ἕψονται, An. 6, 3, 15, der es auch in indirecter Rede braucht, wo man ὅτε c. optat. erwarten sollte, 4, 5, 36; εἰκὸς ὅταν γνῶσιν – αὐτοὺς πειράσεσϑαι, Thuc. 4, 60, u. A. – Mit dem optat. ist es verbunden Aesch. Pers. 442, πέμπει τούςδ', ὅπως, ὅταν νεῶν φϑαρέντες ἐχϑροὶ νῆσον ἐκσωζοίατο, κτείνοιεν, wo vielleicht richtiger ὅτ' ἄν zu schreiben u. ἄν zum opt. als opt. pot. zu ziehen ist, od. der opt. durch den von ὅπως abhängigen Satz veranlaßt ist; vgl. Hes. O. 116, ἀλλ' ὅταν ἡβήσειε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον; Schäfer schreibt so ὅταν γράφοι bei D. Hal. de C. V. p. 402. Vgl. ὅτε. – Bei Pol. steht auch getrennt ὅτε γὰρ ἄν. – Ὅταν τε – καὶ ὅταν, sei es daß – oder, sive – sive, Plat. Legg. V, 744 c.
-
65 ἐργάτις
ἐργάτις, ιδος, ἡ, fem. zu ἐργάτης, bewirkend, μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν Aesch. Prom. 459; vgl. μέλισσα μέλιτος ἐργ. Luc. Hale. 7; νέκταρος, Bienen, Antiphil. 29 (IX, 404); ἀενάων σελίδων, Dichterinnen, Antip. Th. 23 (IX, 26); πολιτεία ἐργ. τῶν ἀγαϑῶν D. H. 2, 76; – arbeitsam, thätig, γλῶσσαν μὲν ἀργόν, χεῖρα δ' εἶχον ἐργάτιν Soph. Phil. 97; γυναῖκες Her. 5, 13; von den Bienen, Arist. H. A. 9, 40 u. a. Sp. – Um Lohn arbeitend, Μοῖσα οὐκ ἐργάτις Pind. I. 2, 6; – Beiname der Athene, = ἐργάνη, Hesych.; – γυνή, Hure, Archil. u. VLL.; Κύπριδος Macedon. 7 (V, 245).
-
66 ἧ
ἧ (eigtl. dat. des fem. von ὅς, adverbial gebraucht, Correlativum zu πῆ), – 1) vom Orte, wohin, dem vorausgehenden τῇ entsprechend, ᾗ ῥ' ὅγ' ὁ λυσσώδης – ἡγεμονεύει Il. 13, 53, τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ ἡγεμονεύῃς 15, 46, vgl. 16, 377; – wo, ᾗ ῥ' ἴδε γυμνωϑέντα βραχίονα Il. 12, 389; 20, 275 u. öfter. Da es sonst nicht in anderer Bdtg bei Hom. vorkommt, so ist die Vrbdg ᾑ ϑέμις ἐστίν mit Spitzner u. Bekker in ἣ ϑέμις ἐστίν zu ändern, Il. 2, 73 u. öfter (s. ϑέμις); vgl. Buttm. Lexil. I p. 240, Spitzner zur Il. exc. II, Lehrs. Quaest. Ep. p. 44. – Oertlich auch bei den Folgdn, τῇ δ' εἶς ᾑ σ' ἂν ἐγώ περ ἄγω Hes. O. 206; ᾗ νοεῖς ἔπειγε νῦν Soph. El. 1429, eile fort auf dem Wege, den du im Sinne hast; vgl. πῇ, ποῦ, ποῖ; μάρψας ποδός νιν, ἄρϑρον ᾗ λυγίζεται, an der Stelle, wo, Tr. 776; τῇδε τελευτᾶν ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει Aesch. Ch. 306; in Prosa, ἐκείνῃ ἑπόμενοι, ᾗ ἐκείνη ὑφηγεῖται Plat. Phaed. 82 d, auf die Seite hin, vgl. Rep. VI, 492 c Legg. VIII, 894 d; ᾗ ἔμελλον οἱ Ἕλληνες παριέναι, da, wo, Xen. An. 3, 4, 37; τὴν ὁδὸν ἔφραζεν, ᾗ εἴη, wo der Weg entlang gehe, 4, 5, 34; auch c. gen., ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν 6, 3, 22; οὐχ ᾗ τις ἂν τύχῃ τοῦ σώματος Plat. Soph. 220 e. – 2) bei den Attikern von der Art und Weise, wie, auf welche Weise, Tragg. u. in Prosa, λουτροῖς τέ νιν ἐσϑῆτί τ' ἐξήσκησαν, ᾗ νομίζεται Soph. O. C, 1599, τὸ μὲν δίκαιον οὐχ ᾗ 'γὼ λέγω ἀλλ' ᾗ σὺ κρίνεις El. 330, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. Ch. 551, ᾗ βούλονται, wie sie wollen, Thuc. 8, 71; ἐζητοῦμεν ἄνδρα τὸν τελέως δίκαιον ᾗ γένοιτο Plat. Rep. V, 472 c; κατ' ἄρϑρα ᾗ πέφυκε Phaedr. 265 e; auch in wiefern, ᾗ οὐκ ὀρϑή Theaet. 184 c; Phaed. 64 b; ᾗ μὲν διαφέρετον οὐδὲν χαλεπὸν εἰπεῖν Legg. XII, 965 d; bes. oft ᾗ δυνατόν, soweit es möglich; ᾑ ἐδύνατο τάχιστα, so schnell wie möglich, Xen. An. 1, 2, 5. 4, 5, 1; ohne δύνασϑαι, συνταξάμενοι ᾗ ἄριστον, wie es am besten war, so gut wie möglich, Cyr. 2, 4, 32; τῶν ἀγαϑῶν ᾗ ἄριστον καὶ ἥδιστον ἀπολαύσωμεν 7, 5, 22, vgl. Mem. 2, 1, 9. S. noch ᾗπερ.
-
67 απολαυσις
- εως ἥ1) (ис)пользование, потребление (sc. τῶν ἀγαθῶν Thuc., Isocr.); вкушение(σίτων καὴ ποτῶν Xen.)
2) наслаждение, удовольствие(ἀπολαύσεις σωματικαί Arst.)
3) воздаяние(ἀδικημάτων Luc.)
ἀπόλαυσίν τινος Eur. — в воздаяние за что-л. -
68 επιτευξις
- εως ἥ достижение, овладение(θρόνων ὑψηλοτάτων Isocr.; τῶν ἀγαθῶν Arst.)
χρόνου ἐ. Plat. — успешное использование времени -
69 ευσυμπληρωτος
-
70 κανων
- όνος ὅ1) прут, брусокοἱ κανόνες Hom. — (внутренние) прутья щита (служившие и его основой, и его рукоятью): (ἀοπὴς) δύω κανόνεσσι ἀραρυῖα Hom. щит, укрепленный двумя брусками
3) тех. правило, отвес4) линейка для графления(κ. γραφίδων ἰθυτάτων φύλαξ Anth.)
5) правило, норма(κανόνες καὴ πήχεις ἐπῶν Arph.; τῷ κανόνι τινὴ στοιχεῖν NT.)
ἀκτὴς ἡλίου, κ. σαφής Eur. — солнечный луч - верный руководитель6) (тж. κ. καὴ μέτρον Arst. и τὸ μέτρον τοῦ κανόνος NT.) мера, образец, мерило(τοῦ καλοῦ Eur.; τῶν ἀγαθῶν Dem.; κ. ἀσφαλής Arst.; ἀρετῆς καὴ ὀρθότητος Plut.)
7) отвес (язычок) весов8) муз. числовые соотношения звуков9) твердая отправная точка, точно установленная датаκανόνες χρονικοί Plut. — хронологические вехи, основные исторические даты ( на основе которых исчислялись прочие даты)
10) канон (установленный александрийскими грамматиками список образцовых греч. писателей) -
71 παντελεια
ἥ1) доведение до конца, довершение(τῆς διαφθορᾶς Polyb.)
2) доведение до совершенства, завершение, высшая ступень(τῶν ἀγαθῶν Plut.)
ἥ τριετηρικέ π. Plut. — трехгодичное завершение, т.е. великие мистерии3) ( у пифагорейцев) число десять, десятерица ( как символ совершенства) -
72 ἔργμα
1 achievement, exploitῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει N. 4.6
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Schr.: ἐφ' ἕργματι, ἅρμασιν codd.) I. 1.47διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38. esp., in athletic contests,ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1.7
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.49
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27
frag. ]ἁ δ' ἔρ[γ]μασι[ Παρθ. 2. 73. -
73 ἰσοδαίμων
1 equal in fortune to c. dat.ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
-
74 τεύχω
aI constr<*>ctτεῦξαν δ' ἀπύροις ἱεροῖς ἄλσος ἐν ἀκροπόλει O. 7.48
II fashion, compose ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα (sc. ὦ φόρμιγξ) P. 1.4παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12.19
ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας I. 1.14
III fashion, provideΧάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30
ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων P. 4.129
“ καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν ναὶ πομπάν” P. 4.164εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα, τιμὰν ἑπταπύλοις Θήβαισι τεύχοντ I. 1.67
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Κρόνου παῖς Pae. 6.132
θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. -
75 ὕμνος
1 song of praiseὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8
δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς O. 1.105
ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι O. 2.1
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.6χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον O. 6.87
ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105
τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν O. 7.88
Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54
αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48
μελιγάρυες ὕμνοι O. 11.4
Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον P. 1.60
παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις P. 1.79
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἂλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14
ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3
[ ὕμνων (coni. Pauw, Beck: κώμων codd.) P. 5.100]ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς P. 6.7
ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ P. 8.57
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53
Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.5
ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον N. 3.11
ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
( ῥῆμα)τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11
τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) N. 7.81ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50
ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.16
πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.63
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.45
ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον (sc. Ποσειδάν) I. 4.21προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.43
τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20
καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον I. 5.63
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20
κελαδ[ήσαθ' ὕμ]νους (supp. Snell e Σ.) Πα. 7B. 10. ὕμνων ερ[ Πα. 13. a. 9.ὕμνων σέλας Pae. 18.5
Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191.* [ ὕμνων (del. Heyne.) fr. 192.] τὸν ὕμν[ον (supp. Blass) ?fr. 333b. 2. ἀνοῖξαι πίθον ὕμνων ?fr. 354. c. gen.,Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχειφῶτα N. 4.83
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
in general,εἰ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.64
dirgeἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
ἁ δ' Ὑμέναιον ἐσχάτοις ὕμνοισιν (sc. ὕμνει: Schneidewin, Hermann: ἔσχατον ὕμνον cod.) Θρ. 3. 9. love song,ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους I. 2.3
-
76 φώς
φώς (φωτός, φωτί, φῶτα, φῶτες, φωτῶν, φῶτας, φῶτες.)1 man οὐδὲ ματρὶ φῶτες ἄγαγον (sc. σε) O. 1.46ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
φῶτας δ' δαμάσσαις διήρχετο κύκλον O. 9.91
“ παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” P. 4.13 “ φῶτα κελαινεφέων πεδίων δεσπόταν” P. 4.52ἵκοντο Θήρανδε φῶτες Αἰγείδαι P. 5.75
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.20
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.85
ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
“ οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί” N. 10.78οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους I. 2.1
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.10
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Achilles) I. 8.60 πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν Δ... λαβὼν δ ἕν[α] φῷ[τ]ᾳ fr. 169. 20. -
77 μεθύσκω
+ V 3-2-16-9-7=37 Gn 9,21; 43,34; Is 34,5.7; 49,26A: to make drunk [τινα] 2 Sm 11,13; to make drunk (metaph.), to drench [τι] Dt 32,42; to fill with [τινά τινος] (metaph.) Lam 3,15; to give to drink [abs.] Ps 22(23),5; to satiate [τινα] Sir 1,16; id. [τι] Jer 38(31),14; to saturate [τι] Ps 64(65),11; to water, to drench [τι] Sir 24,31 P: to be drunk Gn 9,21; id. (metaph.) Jdt 6,4; to be filled (with food) [τινι] Hos 14,8 τὸν ποιήσαντά σε καὶ μεθύσκοντά σε ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ he who made you and satisfies you with every good thing of his Sir 32,13 *Is 7,20μεμεθυσμένῳ drunk, drenched (in blood)-⋄כרשׁ for MT ⋄כרשׂ hired; *Hos 14,8 (ζήσονται καὶ) μεθυσθήσονται (they shall live and) be satiated-(⋄חיה and) רוה for MT ⋄חיה (pi.) they shall growCf. HELBING 1928, 150; →TWNT -
78 κατερύκω
A hold back, detain,μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω Il.6.518
;κ. καὶ ἔσχεθεν ἱεμένω περ Od.4.284
, cf. 1.315, 15.73;μηδένα.. ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467
: rare in [dialect] Att., :—[voice] Pass.,κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Od.1.197
,4.498.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατερύκω
-
79 κοινοποιέω
A make common property,τὰ τῶν ἀγαθῶν ἔπαθλα Phld.Rh.1.217
S., cf. 2.256 S.;δόξαν Alex.Aphr.in Metaph.83.30
:—[voice] Med., regard as common, Inscr.Prien.113.27 (i B.C.), al.:—[voice] Pass., to be in common, S.E. P.3.173.2 generalize,λόγον Herm.in Phdr.p.128
A., Simp.in Ph. 1275.6; κ. τὴν δόξαν αὐτῶν τοῖς περὶ Δημόκριτον shows the common ground of their view and that of D., Id.in Cael.617.22:—[voice] Med., Alex. Aphr. in SE17.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινοποιέω
-
80 κορωνίς
Aνίν Hes.Fr.123.3
(as pr.n.):— crook-beaked: hence, generally, curved, in Hom. always of ships,παρὰ νηυσὶ κορωνίσι Il.18.338
, al.; twice in Od.,ἐν νήεσι κ. 19.182
, cf. 193.2 of kine, with crumpled horns, Theoc.25.151.II as Subst., anything curved or bent:1 wreath, garland, Stesich.29, Hsch.2 curved line or stroke, flourish with the pen at the end of a book or chapter, scene of a play, etc., AP11.41 (Phld.), Heph.Poëm. p.73 C., Isid.Etym.1.21.26, Sch.Ar.Nu. 510, al.;ἐγὼ κ. εἰμι γραμμάτων φύλαξ PLit.Lond.11
;ἐπιτιθέναι τὴν κ. τῷ συγγράμματι Plu.2.66e
; ἀπὸ τῆς ἀρχῆς μέχρι τῆς κ. ib.334c, etc.b metaph., end, completion,ἐπιθεῖναι κορωνίδα τινί Luc.Hist.Conscr.26
, cf. Gal.1.643;ἡ κ. τοῦ βίου Plu.2.789a
;ἡ κ. τῶν ἀγαθῶν Hld.10.39
, etc.3 mark of crasis ('), as in τοὔνομα, θοἰμάτιον, τοὐμόν, etc., An.Ox.1.372, Sch. D.T.p.147 H., EM763.10 (found in parchments of Lyr.Alex.Adesp. 31.20 (ii A. D.), Sapph.Supp.2.4 (vii A. D.), etc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κορωνίς
См. также в других словарях:
Αγάθων — I (Αθήνα 445; – Πέλλα 400; π.Χ.).Αθηναίος τραγικός ποιητής. Ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του έφτασαν έως εμάς. Βρισκόταν στην ακμή του την εποχή του όψιμου Ευριπίδη, νίκησε το 416 με τραγωδία στα Λήναια και το 405 πήγε στην αυλή του Αρχέλαου … Dictionary of Greek
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… … Dictionary of Greek
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
благо — БЛАГ|О1 (336), А с. 1.Благо, добро: вьсе ѥлико можете благо сътворити сътворите. (ἀγαϑά) Изб 1076, 250; да не лѣнитесѩ. къто о цр(к)вьнѣи коѥи работѣ. или о дѣлѣ. вѣроу˫а ˫ако ничьсо же бл҃го вътъще творити. нъ малаго велико лежить ѡ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek
благыи — (>1000) пр. 1.Хороший, добрый; праведный, святой: Нши сѩ жены моудры агы. (ἀγαϑῆς) Изб 1076, 159; роусьскыи кънѩзь благыи Надп 1093 (2); къ... бл҃гомоу и б҃оносьномоу оц҃ю нашемоу ѳеодосию ЖФП XII, 59г; приведе бл҃гаго моужа ѡного... и биѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek