Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(τῶν+ἀγαθῶν

  • 1 товаропроизводитель

    ο παραγωγός των εμπορευμάτων/αγαθών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > товаропроизводитель

  • 2 благо

    ουδ.
    1. ευημερία, ευτυχία, καλό(ν), αγαθό(ν)•

    на благо народа για το καλό του λαού•

    на благо родины για το καλό της πατρίδας.

    2. πλθ. -а τα αγαθά•

    производство материальных благ η παραγωγή των υλικών αγαθών.

    εκφρ.
    всех благ – (ευχή) όλα τα καλά(αγαθά), του θεού τα καλά•
    ни на какие блага – ούτε με του θεού τα καλά, με τίποτε, σε καμιά περίπτωση.
    благо σύνδ. αφού, μια και, μια που, εφόσον•

    йери благо дают πάρε, μια και σου δίνουν.

    Большой русско-греческий словарь > благо

  • 3 бытие

    ουδ.
    1. (φιλοσ.) η ύπαρξη, η αντικειμενικότητα, το είναι.
    2. το σύνολο των υλικών αγαθών, το είναι•

    общественное определяет сознание το κοινωνικό είναι καθορίζει τη συνείδηση.

    3. ζωή, βίος, διαβίωση, βιότευση•

    скоро кончится его счастливое бытие γρήγορα θα τελειώσει η ευδαιμονία του.

    Большой русско-греческий словарь > бытие

  • 4 каша

    θ.
    1. χυλός, ηουρκούτι, κάσια•

    молочная каша κουρκουτόγαλα•

    манная каша χυλός με σιμιγδάλι•

    гречневая каша πληγούρι από μαυρο-σίταρο•

    рисовая каша χυλός από ρύζι.

    2. πολτός, μάζα•

    после дождя дорога превратилась в какую-то грязную -у μετά τις βροχές οι λάσπες στο δρόμο έγιναν σαν κουρκούτι.

    3. μτφ. ανακατωσούρα, σύγχυση, κυκεώνας•

    у него каша в голове το μυαλό του κουρκούτιασε.

    εκφρ.
    каша во рту у кого – κουρκούτι έχει στο στόμα, είναι ακατάληπτος•
    заварить -у – εξυφαίνω, μαγειρεύω•
    каша во рту – δυσκατάληπτη προφορά•
    расхлёбывать -у – τα ξεμπερδεύω•
    берзовая каша – βέργα, βίτσα, αγία ράβδος (ως μέσο τιμωρίας)•
    накормить берзовой -ей – βιτσίζω, πέφτει η αγία ράβδος•
    мало -и ел – είναι άπειρος ακόμα, πρέπει να φάει πολλά καρβέλια ακόμα•
    просят -и – (για υποδήματα κ.τ.τ.) είναι τρύπια (παρομοίωση των οπών με ανοιχτά στόματα)•
    - и маслом не испортишь – η αφθονία αγαθών δε ζημιώνει•
    с -ей съем – (απειλή) θα τον φάω (θα τον σκοτώσω).

    Большой русско-греческий словарь > каша

См. также в других словарях:

  • Αγάθων — I (Αθήνα 445; – Πέλλα 400; π.Χ.).Αθηναίος τραγικός ποιητής. Ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του έφτασαν έως εμάς. Βρισκόταν στην ακμή του την εποχή του όψιμου Ευριπίδη, νίκησε το 416 με τραγωδία στα Λήναια και το 405 πήγε στην αυλή του Αρχέλαου …   Dictionary of Greek

  • κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ζήτηση — Η ποσότητα ενός αγαθού που μπορεί να βρει αγοραστή. Ειδικά, ατομική ζ. ενός αγαθού είναι η ποσότητα του αγαθού που έχει διάθεση να αποκτήσει ο καταναλωτής σε μια δεδομένη τιμή. Η ζ. μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους συντελεστές. Ένας είναι η… …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • благо — БЛАГ|О1 (336), А с. 1.Благо, добро: вьсе ѥлико можете благо сътворити сътворите. (ἀγαϑά) Изб 1076, 250; да не лѣнитесѩ. къто о цр(к)вьнѣи коѥи работѣ. или о дѣлѣ. вѣроу˫а ˫ако ничьсо же бл҃го вътъще творити. нъ малаго велико лежить ѡ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… …   Dictionary of Greek

  • благыи — (>1000) пр. 1.Хороший, добрый; праведный, святой: Нши сѩ жены моудры агы. (ἀγαϑῆς) Изб 1076, 159; роусьскыи кънѩзь благыи Надп 1093 (2); къ... бл҃гомоу и б҃оносьномоу оц҃ю нашемоу ѳеодосию ЖФП XII, 59г; приведе бл҃гаго моужа ѡного... и биѥть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»