-
81 толика
-и θ. παλ. τμήμα (μέρος) του όλου•толика денег ένα μέρος των χρημάτων.
εκφρ.малую (небольшую) -у – λίγο, ελάχιστο, έστω και ένα μικρό μέρος. -
82 функция
-и θ.1. (γραπ. λόγος)• λειτουργία• φαινόμενο•функция слюнной железы η λειτουργία του σιαλογόνου σ.δενα.
2. (μαθ.) η συνάρτηση•тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις.
3. μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθήκον•служебныефункцияи υπηρεσιακά καθήκοντα•
исполнять свою -ю в обществе εκτελώ τις υποχρεώσεις μου στην κοινωνία.
4. σημασία, προορισμός, ρόλος•функция родительного падежа η σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)•
функция денег ο ρόλος των χρημάτων.
εκφρ.выступать в -и – εμφανίζομαι με την ιδιότητα κάποιου. -
83 εὔθυνα
A setting straight, correction, chastisement, Pl.Prt. 326e (pl.); calling to account, POxy.1203.9 (i A.D.), etc.II esp. at Athens, public examination of the conduct of officials, held on the expiration of their term of office (dist. fr. λόγος 'rendering of accounts',οὔτε χρήματα διαχειρίσας τῆς πόλεως δίδωμι λόγον αὐτῶν, οὔτε ἀρχὴν ἄρξας οὐδεμίαν εὐθύνας ὑπέχω αὐτῆς Lys.24.26
;λόγον διδόντων τῶν χρημάτων.. καὶ εὐθύνας διδόντων IG12.91.27
), used in sg. by Ar.V. 571, Lys.10.27, al.;ἡ εὔ. βλάβη τις δικαία ἐστίν Arist.Rh. 1411b20
: more freq. in pl., IGl.c., Ar.Eq. 825 (anap.), etc.; πρεσβείας εὔθυναι an account of one's embassage, D.19.82; [τῆς στρατηγίας] ἔμ' ἀπαιτεῖς εὐθύνας Id.18.245
; opp.εὐθύνας διδόναι Ar. Pax 1187
, And.1.90;ὑποσχεῖν Lys.30.3
; κατηγορεῖν [τινος] εἰς τὰς εὐ. Antipho6.43; τὰς εὐ. κατηγορεῖν, ἐπὶ τὰς εὐθύνας ἐλθεῖν, D.19.81, 2;εὔθυνάν τινι ἐμβαλέσθαι Arist.Ath.48.4
, cf. Decr.ib.39.6; εὐθύνας or εὔθυναν ὀφλεῖν to be convicted, or accused, of malversation, And. 1.73, Lys.10.27;κλοπῆς ἕνεκα Aeschin.3.10
; εὐθύνας ἀποφυγεῖν, διαφυγεῖν, to be acquitted thereof, Pl.Lg. 946d, 947e;τῆς εὐθύνης ἀπολύειν τινά Ar.V. 571
: metaph., τὰς εὐ. τὰς τοῦ βίου the accounts rendered of your life, Alex.262.8, cf. Ph.2.214, al. (On the accent see Hdn.Gr.1.257.37: the later form εὐθύνη, nom. pl. εὐθὺναι is sts. found in codd. of early writers, as Lys. 10.27, Pl.Prt. 326e, but shd. prob. be corrected.) -
84 καταποντισμός
καταποντ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταποντισμός
-
85 καταχορηγέω
A lauish asχορηγός, ὑπέρ τινος πεντακισχιλίας δραχμάς Lys.19.42
: generally, spend or contribute lavishly,οὐσίας τισί D.H.3.72
;τὰ οἰκεῖα Plu.Lys.9
; squander upon,τι εἰς δεῖπνα Id.Eum. 13
;εἰς τὸ θέατρον Id.2.348f
;κ. τοῖς στρατεύμασιν ἀφειδῶς τῶν χρημάτων Id.Cat.Ma.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχορηγέω
-
86 κληρονομέω
A inherit, c. gen. rei,ὥσπερ τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κ. Isoc.1.2
, cf. Is.4.7, Lycurg.127;ὅς γ' ἐκεκληρονομήκεις τῶν.. χρημάτων πλεῖν ἢ πέντε ταλάντων D.18.312
;μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς [κληρονομίας] τὸν αὐτὸν κ. Arist.Pol. 1309a25
: c. acc. rei, Lycurg.88, Luc.DMort.11.3, BGU 19 ii 1 (ii A.D.), etc.: abs., Phld. Mort.24.2 acquire, obtain,τὴν ἐπ' ἀσεβείᾳ δόξαν Plb.15.22.3
;φήμην Id.18.55.8
;θρόνον βασιλείας LXX 1 Ma.2.57
; τὴν γῆν receive possession of the promised land, Palestine, ib.Le.20.24, De.4.1 (also, obtain all that God has promised, ib.Ps.36(37).11, cf. Ev.Matt.5.5); obtain salvation,ζωὴν αἰώνιον Ev.Matt.19.29
.II to be an inheritor or heir, τινος of a person, Luc.Hist.Conscr.20: more freq. τινα, Posidon. 36J., Plu.Sull.2, PGnom.5, al. (ii A.D.), AP11.202, etc.;κ. τινὰ τῆς οὐσίας D.C.45.47
: metaph., :—[voice] Pass., to be succeeded in the inheritance, of parents, Ph. 2.172, 291, Luc.Tox.22;ὑφ' ὧν τὴν ῥητορικὴν ἐκληρονομήθη Philostr. VS2.26.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληρονομέω
-
87 λάχος
II portion obtained by lot, share, Pi.O.7.58, N.10.85, A.Eu. 400, X.An. 5.3.9; ἐν τῷ τρίτῳ λ., = τὸ τρίτον or τρίτως, A.Eu.5;νυκτὸς τρίτατον λ. Mosch.2.2
, cf. A.R.1.1082;ἤματος Id.3.1340
.—Poet. word, used by X., and found in dialects,τῶν χρημάτων τὸ λ. IG5(2).262.20
(Mantinea, v B.C.), cf. Schwyzer289.88 (Rhodian, ii B.C.). -
88 παραφυλακέω
A perform garrison duty, IGRom.3.516 ([place name] Cadyanda). -ή, ἡ, guard, garrison, Plb.2.58.1,4.17.9 ; πόλεως, etc., POxy.1033.7 (iv A.D.), etc.II keeping securely, safeguarding, ἡ τῶν χρημάτων π. D.S.17.71, cf. Peripl.M.Rubr.19, POxy.2121.75 (iii A.D.) ; watchfulness,ἐν λόγοις καὶ ἔργοις Hierocl. in CA10p.436M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφυλακέω
-
89 προσελλείπω
A to be still wanting, π. τῷ σταδίῳ στάδιον fail by the whole length of the course, of a very slow runner, AP11.85 (Lucill.); τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων the sums still wanting, D.S.20.101, cf. IG4.4.9 ([place name] Aegina).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσελλείπω
-
90 πρότιμος
πρότῑμ-ος, ον,A most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg. 947d;προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx. 393d
(v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότιμος
-
91 στῆνος
A straits, PGoodsp.Cair.15.24 (iv A.D.). -
92 ἀνάδοχος
ἀνάδοχ-ος, ον,A taking upon oneself, giving security for,πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀ. τῶν χρημάτων Men.516
.II as Subst., security, surety, D.H.6.84, Plu. Dio18;τῆς φιλίας Κύπρις ἀ. PGrenf.1.1
; περί, ὑπέρ τινος, Phalar.Ep.22,38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάδοχος
-
93 ἀνταγωνίζομαι
I struggle against, prove a match for, τινί, esp. in war, Hdt.5.109, Th.6.72, X.Cyr.1.6.8, etc.;ἀ. ταῖς παρασκεναῖς τινός D.43.81
;πρὸς τοὺς βαρβάρους Inscr.Prien.17.15
, cf. Ep.Hebr.12.4.2 generally, struggle, vie with,τινί Th.3.38
;περί τινος And.4.2
; the parties in a lawsuit,X.
Cyr.8.2.27; [οἱ ἐλευθέριοι] οὐκ ἀ. περὶ τῶν χρημάτων Arist.Rh. 1366b8
.II as [voice] Pass., to be set against,τινί X.Oec.10.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταγωνίζομαι
-
94 ἐλευθεριότης
A the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R. 402c, Arist.EN 1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐ. Pl.Tht. 144d: generally, generosity,ἡ ἐ. τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθεριότης
-
95 ἑκατοστός
II ἑκατοστή, ἡ, tax of one per cent., Ar.V. 658, X.Ath.1.17, PGnom.85, etc. ;ἐκ τῶν χρημάτων ἑ. IG2.721
Ai12: also, = τόκοι ἑκατοστιαῖοι, Plu.Luc.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑκατοστός
-
96 ὑφίστημι
A : [tense] aor. ὑπέστησα, [dialect] Dor.ὑπέστᾱσα Pi.O.8.26
:—Causal, place or set under, ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] τρεῖς κολοσσούς having set them under it, to support it, Hdt.4.152;ὑ. προθύρῳ κίονας Pi.O.6.1
: metaph., χώραν ὑπέστᾱσε ξένοις κίονα ib.8.26: without dat., τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι plants three piles in the lake to support a house, Hdt.5.16;ὑ. κλῶνας X.Cyn.10.7
; , etc.: metaph., γνώμας ὑποστήσας σοφάς having laid them as a foundation, having begun with them, S.Aj. 1091;ὑ. δόλον E.
l.c.; v. infr. B.1.1.3 bring to a halt, hold up, ὑποστήσαντες (sc. τοὺς στρατιώτας)ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί Id.An.4.1.14
(v.l. ὑποστάντες, v. infr. B. 111); ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις stationed it, Plb. 1.50.6.4 give substance to, cause to subsist, 'hypostatize', Plot.6.7.40, al.; treat as subsisting,ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν Id.5.1.4
;ὑφίστησι μὲν τὸ ὅλον, ὑφίσταται δὲ τὰ μέρη Dam.Pr. 271
, cf. Procl. Inst.28.II [voice] Med. also in causal sense, mostly [tense] fut. and [tense] aor. 1, lay down, premise, ;ἀρχὰς ψευδεῖς ὑποστήσασθαι Plb.3.48.9
;ἐπειδὰν ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους.. ὑποστήσωνται Id.7.7.6
.3 conceive, suppose, c. acc. et inf.,τῷ -στησαμένῳ τοὺς θεοὺς.. εἶναι Phld.D.1.17
; , cf. Heraclit.Incred.13; but the inf. is mostly omitted, , cf. 12, D.L.2.86:—[voice] Pass.,τοὺς θεούς, ἂν φρονοῦντες -σταθῶσιν Phld.D.1.7
.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act. (Hom. uses only [tense] aor. 2):— stand under as a support,ὑπεστᾶσι κολοσσοὶ.. τῇ αὐλῇ Hdt.2.153
; ;τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arist.IA 708b31
; v. supr. A. 1.1.2 sink, settle, τὸ ὑπιστάμενον the milk, opp. τὸ ἐπιστάμενον (the cream), Hdt.4.2; opp. τὸ ἐπιπολάζον, Arist.Cael. 311a17; of a sediment, deposit,ἐν οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται Hp.Aph.4.79
, cf. Arist.Mete. 357b3; opp. ἐπιπλεῖν, Thphr. HP3.15.4; of the sun, set, Emp.48(cj.).II place oneself under an engagement, promise to do, folld. by [tense] fut. inf.,ὅσσ' Ἀχιλῆϊ.. ὑπέστημεν δώσειν Il.19.195
, cf. Hdt.9.94;θύσειν ὑπέστης παῖδα E.IA 360
(troch.), cf. Ar.V. 716(anap.), Pl.Lg. 751d; by [tense] aor.inf., (i B. C.); by [tense] pres. inf.,ὑπέστησαν ποιέειν ταῦτα Hdt.3.128
;ὑ. τὴν τάξιν ἔχειν X.Cyr.6.3.35
: the inf. is sts. omitted, ὡς.. ὑπέστην καὶ κατένευσα (sc. ἔσεσθαι) Il.4.267: abs., after promise given,Od.
3.99, cf. Il.21.457, Hdt.3.127, 9.34, Lys.19.19, X.An.4.1.26; ὤσπερ ὑπέστη as he promised, Th.4.39, 8.29: c. dat. pers., ὤς οἱ ὑπέστην as I promised him, Il.15.75: sts. with acc. of object (but an inf. may be supplied),πάντα τελευτήσεις ὅσ' ὑπέστης.. Πριάμῳ 13.375
;τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη 19.243
, cf. 11.244; , cf. Od.10.483; ἦ ῥ' ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν.., ἀπονέεσθαι vain was the promise we made.., that he would return, Il.5.715.3 c. acc. rei, submit to, consent to, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος who offers to take the least, Hdt. 1.196; ὑ. τὸν πλοῦν undertake it unwillingly, Th.4.28;ὑ. τὸν κίνδυνον Id.2.61
, Lys.9.7, cf. Th.4.59, Isoc.3.28;ἀγῶνας Th.3.57
, OGI763.9 (Milet., ii B. C.); ; ; ;ἀπεχθείας Plu.Them.3
;πόλεμον Plb. 1.6.7
, Alciphr.3.45; πράγματα ib.61;τὴν πρᾶξιν Plu.Pel.8
;τὸν ἆθλον Luc.Rh.Pr.24
: also c. inf., consent, bring oneself to,οὔ τίς με.. ὑπέστη σαῶσαι Il.21.273
;πᾶν ἂν ὑποστὰς εἰπεῖν D.21.114
; ὑ. ἐξαπατᾶν τινα Id. 19.69: abs., submit patiently, Id.Prooem.5.1; ὑφίστασθαι συμβαίνει τὸν κερατοειδῆ the cornea yields (to pressure), Aët.7.36.b undertake an office,τὴν ἀρχήν X.An.6.1.19
,31;γυμνασιαρχίαν IG5(1).535.12
([place name] Sparta), cf. OGI494.6 (Milet., ii A. D.); ὑφέστη (sic)τὴν στρατηγίαν SIG876.6
(Smyrna, ii/iii A. D.), cf. Plu.Cam.37: alsoἐθελοντὴν ὑποστῆναι τριήραρχον Lys.29.7
;χορηγὸς ὑπέστην D.21.69
; ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον.. ὑποστάντα PlPhlb.19a; poet.,ὑπέστης αἵματος δέκτωρ A.Eu. 204
: metaph., ψυχὴν Τέλητος ὑπέστης, i. e. you promised to be as brave as T., Hermipp.46 (anap.).c make an offer in a public auction, ἔδοξεν.. μοι μηθὲν ὑποστῆναι I decided to make no bid, commit myself to nothing, PCair.Zen.371.9 (iii B.C.), cf. PMich.Zen. 60.10 (iii B. C.); δώδεκα ἀρταβῶν ὑπέστη he undertook (to supply the produce) of 12 artabae, ib. 36.5 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), PEleph.21.16 (iii B.C.); ὑφίστατο.. τάξεσθαι ἑκάστου πήχεως [x] PTheb. Bank 1.2 (ii B. C.); οὐ δυνόμενος ( = -άμενος)οὐκέτι ὑποστῆναι τὴν γεωργίαν Sammelb.7468.11
(iii A. D.).d ὑπέστη πολλὰς ἀπορίας laid himself open to many doubts, Plot.3.6.12.III lie concealed or in ambush, Hdt.8.91, E.Andr. 1114, v.l. in X.An.4.1.14; v. supr. A. 1.2,ὑφίημι 1.3
, ὑφεῖσα.IV resist, withstand, c. dat., A.Pers.87 (lyr.), X.An.3.2.11, HG7.5.12:ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ὑ. Th.2.61
, cf. E.HF 1349: c. acc., Id.Cyc. 200, Rh. 375 (lyr.), Th.1.144, Plb.9.35.1: abs., stand one's ground, face the enemy, E.Ph. 1470, Th.4.54, 8.68, Plb.4.80.5; opp. φεύγω, X.Cyr.4.2.31, Plu.Demetr.25; ὑποστᾰθείς, opp. φεύγων, E.Rh. 315; of clouds, opp. προωθεῖσθαι, Arist.Pr. 940b36.2 subsist, exist (cf.ὑπόστασις B.
III),κατ' ἰδίαν ὑφεστώς Arist.Fr. 188
;ὑφέστηκε τό τε ὁρᾶν ἡμᾶς καὶ ἀκούειν ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν Epicur.Fr.36
;τὸ ὑφεστηκὸς τέλος Id.Sent.22
, cf. Diog.Oen.5, Arr.Epict.3.7.6;ἐκ τοῦ μηκέτ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος Plu.2.829c
, cf. Luc.Par.27; τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου καὶ τὸ μέλλον οὐχ ὑπάρχειν ἀλλ' ὑφεστηκέναι φησί (sc. Χρύσιππος) Stoic.2.165; the Stoic distinction betw. τὸ ὄν and τὸ ὑφεστός is pettifogging acc. to Gal.10.155 (= Stoic.2.115); business in hand,Plb.
6.14.5.b ὑφεστηκότος παρὰ τῷ ταμίᾳ κατ' ἰδίαν λόγου the treasurer having a special bank-account, IG12(9).236.64 (Eretria, ii B.C.);τὸ ἥμισσυ ἀναπεμπόντω ἐπὶ τὰν δαμοσίαν τράπεζαν ἐς τὸν ὑφεστᾱκότα τᾶς θεοῦ λόγον Arch.f.Religionswiss. 10.211
(Cos, ii B.C.); ὑποστησαμένους λόγον πόλεως τῶν.. χρημάτων ἐγγράφεσθαι τὸ διδόμενον they shall open a municipal account (entitled) 'the.. fund' and place this gift to its credit, SIG577.13 (Milet., iii/ii B.C.).V ἡ κοιλία ὑφίσταται the bowels are costive, lit., are obstructed or stopped, Plu.2.134e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφίστημι
-
97 διαφωνέω
δια-φωνέω, auseinander tönen, nicht übereinstimmen; von der Lyra: καὶ ἀναρμοστεῖν; Ggstz συμφωνέω; τινί, mit einem verschiedener Meinung, uneinig sein; διαφωνεῖται, die Sache ist streitig; διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων, das Geld stimmt nicht, es fehlt etwas daran; übh. = fehlen; auch = auskommen -
98 δυςαντοφθάλμητος
δυς-αντ-οφθάλμητος, schwer anzusehen; τῶν χρημάτων, nämlich ohne davon bestochen zu werden -
99 ἐπαναφέρω
ἐπ-ανα-φέρω, zurückführen, beziehen auf, referre; ές τὸν Δί', die Schuld auf Zeus schieben; οὐδ' εἰς μίαν οὔτε δεινότητα, οὔτε ἀλαζονείαν ἐπανοίσω, ich will nicht meine Gewandtheit als Grund anführen, es mir nicht so auslegen; τὸν ἀριϑμὸν τῶν χρημάτων εἴς τινα ἐπ., auf j-n schieben; zur Entscheidung zurück berichten; in Rechnung bringen. Intr., zurückkehren; sich erholen; τὰ ἴχνη ἐπαναφερόμενα ὄζει, = ausdünstend -
100 κῑνέω
κῑνέω, gehen machen, in Bewegung setzen, bewegen; öfter κάρη κινεῖν, das Haupt bewegen, schütteln, als Zeichen des Unwillens u. Zorns; τὸν λεύκασπιν ἄνδρα ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ, in die Flucht treiben; δόρυ (wie ὅπλα, eigtl. die Waffen in Bewegung setzen); von der Stelle rücken; sich bewegen, im Ggstz von ἑστάναι; bes. von Tanzbewegungen; c. accus., αἰσχύνονται τοιαῦτα τῷ σώματι κινεῖσϑαι, so etwas zu tanzen; übh. gehen; κινεῖν τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι, das deponierte Geld zu etwas anderem verwenden; wie τῶν χρημάτων κινεῖν, das Geld angreifen; γῆ κεκινημένη, umgeackert; πᾶν χρῆμα κινεῖν, ὅπως, alles in Bewegung setzen; μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρός, rege nicht auf; ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ' ἀνὴρ ἐπιῤῥόϑοις κακοῖσι, aufregen durch Schmähungen; ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was nicht durch die Rede bewegt, wovon nicht gesprochen wird; so bes. τὰ ἀκίνητα κινεῖν, sprichwörtlich; beunruhigen, stören; αὐτὸν ἐκίνουν, ich ließ ihn nicht in Ruhe; aufregen. Dah. pass. aufrührerisch sein. Ähnl. πάντα κινεῖται, es kommt alles in Aufruhr, wird aufgeregt; von alten Schäden, die aufbrechen. Νόμαια κινέει πάτρια, verändern. Auch = untersuchen, durchforschen; anregen. Κεκινημένος περὶ πᾶσαν τὴν μαγγανείαν, wie versari in. In obszönem Sinne, = βινέω
См. также в других словарях:
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
ελληνοταμίες — Αθηναίοι άρχοντες οι οποίοι είχαν ως έργο τη συγκέντρωση και διαχείριση των χρημάτων που προέρχονταν από τις εισφορές των μελών της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας (478 477 π.Χ.). Ήταν συνολικά δέκα και εκλέγονταν στις αρχές κάθε χρόνου μεταξύ των γνήσιων … Dictionary of Greek
ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
μελεδωνός — μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) [μελεδών] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.) 2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος 3. τίτλος… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek