-
1 προσελλειπω
1) недоставать, не хвататьτὰ προσελλείποντα Diod. — нехватка, недостающее
2) оставлять непройденнымπ. τῶ σταδίῳ στάδιον Anth. — из стадия оставить непройденным стадий (же) (шутл. о неудачливом бегуне)
-
2 προσελλείπω
A to be still wanting, π. τῷ σταδίῳ στάδιον fail by the whole length of the course, of a very slow runner, AP11.85 (Lucill.); τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων the sums still wanting, D.S.20.101, cf. IG4.4.9 ([place name] Aegina).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσελλείπω
-
3 προσελλείποντα
προσελλείπωto be still wanting: pres part act neut nom /voc /acc plπροσελλείπωto be still wanting: pres part act masc acc sg -
4 προσελλείπων
προσελλείπωto be still wanting: pres part act masc nom sg
См. также в других словарях:
προσελλείπω — Α [ἐλλείπω] 1. (κυρίως για νωθρό δρομέα) μένω ακόμη πίσω («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον» ο Μάρκος έμεινε πίσω κατά ολόκληρο το μήκος τού δρόμου, Λουκίλλ.) 2. υπολείπομαι, χρειάζομαι ακόμη ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ… … Dictionary of Greek
προσελλείποντα — προσελλείπω to be still wanting pres part act neut nom/voc/acc pl προσελλείπω to be still wanting pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσελλείπων — προσελλείπω to be still wanting pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek