-
61 διαφωνεω
1) звучать не в лад, диссонировать(ἀναρμοστεῖν τε καὴ δ. Plat.)
2) реже med. не соглашаться(οὐχ ὁμολογεῖν τινι, ἀλλὰ δ. Plat.)
ὁποῖον δ΄ ἂν ᾖ διαπεφώνηται Sext. — относительно чего имеются разногласия3) не согласовываться, противоречить(τινι и ἐπί τινος Arst., πρός τι Arst., Plut. и περί τινος Arst.)
4) не сходиться (в подсчете), т.е. не хватать(διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων Polyb.)
ὀκτώ, ἐξ ὧν πέντε διαφωνοῦσιν Diod. — восемь (книг), из которых пять потеряно5) погибать, умирать -
62 δοσις
- εως ἥ1) дачаτοῦ φαρμάκου δ. Plat. — прием лекарства;
δ. θεοῖς Plat. — принесение даров богам;ἥ δ. τῶν χρημάτων Her. — предоставление денежных средств;μισθοῦ δ. Thuc. — выдача жалования;ἥ τῆς παρακαταθήκης δ. Arst. — внесение залога2) дар(δ. ὀλίγη τε φίλη τε Hom.; θεῶν εἰς ἀνθρώπους δ. Plat.)
κληρονομίαι οὐ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος εἰσίν Arst. — наследства распределяются не в порядке дарения, а на основании родства3) доля, часть(εἰς δόσεις διελεῖν τι Plut.)
-
63 ελευθεριοτης
- ητος ἥ1) состояние свободного человека, свободный образ мыслей, благородство Plat., Arst.2) великодушие, щедрость, бескорыстие(τῶν χρημάτων Plat. и περὴ χρήματα Arst.; ἐ. μεσότης ἀσωτίας καὴ ἀνελυθερίας Arst.)
-
64 ευπορος
21) удобопроходимый, легкий для перехода или переезда(πέλαγος Aesch.; ὁδός Plat., Xen., Plut.)
ἐντεῦθεν εὔπορόν ἐστι ὅποι τις ἐθέλοι Xen. — оттуда легко пройти куда угодно2) легко добываемый, доступный, имеющийся под рукой или наготове(παρ΄ ἐμοῦ δ΄ ἔστιν ταῦτ΄ εὔπορα πάντα Arph.; ἃ μάλιστα ἂν εἴη στρατιώταις εὔπορα Plat.)
3) проворный, бойкий(γλῶττα Arph.)
4) быстроходный, легкий(πλάται Eur.)
5) изобретательный, находчивый, способный(πρὸς ἅπαν ἔργον Plat.; χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή Arph.)
6) богатый, обильный(τῶν χρημάτων Arst.; πόλις τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτη Thuc.). - см. тж. εὔπορα, εὔπορον и εὔποροι
-
65 καταδεης
2(acc. sing. καταδεᾶ, nom. pl. καταδεεῖς)1) недостаточный, неполныйτῶν χρημάτων καταδεᾶ τὰ ἀγγήϊα Her. — сосуды, в которых недоставало сокровищ
2) нуждающийся, неимущий, бедный(καταδεεῖς καὴ εὔποροι Dem.)
3) бедный, скудный(τάφος Plat.)
4) compar. более слабый, уступающийκαταδεέστερός τινός τινι и πρός τι Isocr. — слабее кого-л. в каком-л. отношении
-
66 κατασκοπη
ἥ осмотр, наблюдение, разведкаπέμπειν κατασκοπῆς ἕνεκα или ἐπὴ κατασκοπῇ Xen., тж. εἰς κατασκοπήν Soph. и ἐπὴ τέν κατασκοπήν Polyb. — посылать для наблюдения или разведки;
οἱ πρέσβεις ἦλθον αὐτοῖς εἰς τέν κατασκοπέν τῶν χρημάτων Thuc. — (афинские) послы прибыли к ним для осмотра (их) богатств;κατασκοπαῖς χρᾶσθαι Thuc. — организовывать разведку;κατασκοπέν ὑποστῆναι Plut. — отправиться на разведку -
67 κληρονομεω
1) получать по жребию, получать в удел, наследовать(τῶν χρημάτων Dem.; τῆς οὐσίας Isocr.; χώραν Polyb.; τέν γῆν NT.)
2) быть наследником, наследоватьκ. τινος Luc. и τινα Plut. — наследовать кому-л.;
κ. τινά τινος Diod. — унаследовать от кого-л. что-л. -
68 νυν
I.преимущ. энкл. νυν, перед согласными νυ (ῠ) [νῦν]1) ну, жеδεῦρό νυν! Hom. — давай же!;
τίς τοί νυ θεῶν ; Hom. — кто же из богов?2) поэтому или (и)такἧκε δὲ βέλος οἱ δέ νυ λαοὴ θνῇσκον Hom. — (Аполлон) метнул стрелу, ну и гибли народы
3) ( усилительная частица) так, даἦ ῥά νύ μοι τι πίθοιο ; Hom. — да будешь ли ты слушаться меня?;
οὔ νυ καὴ ἄλλα ἔασι ; Hom. — да разве нет других?II.adv.1) ныне, теперь(ν. Μενέλαος ἐνίκησεν Hom.; ν. τε καὴ σμικρὸν ἔμπροσθεν Plat.)
βάρος φίλον τέως, ν. δ΄ ἐχθρόν Aesch. — бремя прежде милое, ныне постылое;ἄχρι τοῦ ν. NT. — доныне;ἥ ν. ἡμέρα Soph. — нынешний день;ἐν νυκτὴ τῇ ν. Soph. — этой ночью;τὸ ν. εἶναι Xen. — в настоящий момент;τί οὖν τὰ ν. ; Plat. — ну как же теперь (обстоят) дела?;ἃ ν. δέ ἔλεγον Plat. — то, о чем я только что говорил2) но так как, однакоκαλῶς ἅπαντα ταῦτ΄ ἂν ἐξείρητό σοι, εἰ μέ ἐκύρει ζῶσα ν. δ΄ ἐπεὴ ζῇ … Soph. — все это было бы правильно сказано тобой, если бы (моей матери) не было в живых;
— но так как она жива …3) так вот, поэтомуν. δὲ ἀπῄεσαν ὡς περὴ τῶν χρημάτων μαχούμενοι Xen. — поэтому-то они отступили как бы сражаясь за свое добро;
μέ ν. μοι νεμεσήσετε Hom. — так не вините же меня -
69 παραφυλακη
-
70 πιπρασκω
ион. πιπρήσκω (fut. и aor. - от πωλέω и ἀποδίδομαι, pf. πέπρᾱκα, ppf. ἐπεπράκειν с ᾱ; pass.: fut. 3 πεπράσομαι с ᾱ - редко πραθήσομαι, aor. ἐπράθην - ион. ἐπρήθην; adj. verb. πρᾱτός и πρᾱτέος)1) вывозить на продажу, продавать(ἐς Λιβύην Her.)
ὀλίγου πεπρᾶσθαι Lys. — быть проданным за бесценок;ὠνούμενά τε καὴ πιπρασκόμενα Plat. — покупаемое и продаваемое;τούτων τῶν χρημάτων πεπρᾶσθαι Xen. — быть проданным за эти деньги2) предаватьπεπρακέναι αὑτούς τινι Dem. — продаться кому-л.
3) быть обреченным или подвластным -
71 προσκοινωνεω
-
72 προσποιεω
преимущ. med.1) приделывать, прилаживать2) med. напускать на себя, прикидыватьсяπ. ὀργήν Her. — притворно сердиться;
ἔχθραν προσποιησάμενος ἄδηλον Thuc. — скрывая свою вражду;π. Ἀριστοτέλην Luc. — принимать облик Аристотеля;προσποιούμενος παίζειν Lys. — делая вид, что шутит;ὅσοι σοφισταὴ προσποιοῦνται εἶναι Plat. — те, которые выдают себя за софистов;μέ π. Thuc. — делая вид, что это не так, т.е. не подавать виду3) med. привлекать на свою сторону, склонять в свою пользу(τὸν δῆμον Arph.; τοὺς θεούς Xen.; φίλους π. τοὺς Λακεδαιμονίους Her.)
π. τὸ χωρίον ἐς ξυμμαχίαν Thuc. — привлечь страну в союзники4) med. присваивать себе, предъявлять притязания, приписывать себе(φήμην Aeschin.)
π. τῶν χρημάτων (gen. part.) Arph. — предъявлять претензии на часть имущества5) подчинять(τί τινι Thuc.)
-
73 προτιμος
2тж. compar.1) более ценный, предпочтительный(τῶν χρημάτων Plat.; τέχνη Luc.)
2) драгоценный(λίθοι Plat.)
-
74 υπεκκλεπτω
-
75 ωνητος
[adj. verb. к ὠνέομαι См. ωνεομαι]1) купленный(δοῦλος Soph., Eur.)
ὠνητέ μήτηρ Hom. — мать-рабыня;ὠνητοὴ παιδαγωγοί Plut. — педагоги из рабов;σῖτος ὠ. ἐξ Ἰταλίας Plut. — закупленный в Италии хлеб2) наемный(δύναμις Thuc.)
3) покупающийся, продажный(βασιλεῖαι Plat.; ἀρχαί Arst.): (τῶν) χρημάτων ὠ. Isocr., Plut. покупающийся на деньги; ἐλπὴς ὠνητός Eur. и ἐλπὴς χρήμασιν ὠνητή Thuc. надежда на деньги (откупиться деньгами)
-
76 бартер
ο αντιπραγματισμόςη ανταλλαγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών χωρίς μεσολάβηση των χρημάτωντο μπάρτερ (ξεν.)-ный του αντιπραγματισμού, του μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бартер
-
77 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
78 получатель
ο παραλήπτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > получатель
-
79 приказ
η εντολή, η διαταγή, το πρόσταγμαполучать - παίρνω/έχω/λαμβάνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приказ
-
80 уделять
уделятьнесов παραχωρώ, δίνω, παρέχω/ ἀφιερώνω (посвящать):\уделять часть денег кому-л. δίνω μέρος τών χρημάτων σἐ κάποιον \уделять внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \уделять время кому-л. θυσιάζω χρό-νον γιά κάποιον.
См. также в других словарях:
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
ελληνοταμίες — Αθηναίοι άρχοντες οι οποίοι είχαν ως έργο τη συγκέντρωση και διαχείριση των χρημάτων που προέρχονταν από τις εισφορές των μελών της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας (478 477 π.Χ.). Ήταν συνολικά δέκα και εκλέγονταν στις αρχές κάθε χρόνου μεταξύ των γνήσιων … Dictionary of Greek
ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
μελεδωνός — μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) [μελεδών] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.) 2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος 3. τίτλος… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek