-
1 выдача
1. (сигнала и т.п.) η παραγωγή, το δόσιμο 2. (оборудования, имущества, инструмента) η παράδοση 3. (выработка на-гора) η παραγωγή 4. (патента и т.п.) η χορήγησ/ηотказ в - е патента άρνηση για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσηςотказывать в - е кредита αρνούμαι για - δανείου/πίστωσηςпошлина за - у патента φόρος για - του προνομίου/πατέντας εκμετάλλευσης5. (вручение, передача, возврат) η παράδοσ/η, η έκδοσηотказывать в - е визы αρνούμαι για παραχώρηση άδειας εισόδου/βίζας6. (распределе-ние) η διανομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выдача
-
2 получение
1. (производство, выработка) η παραγωγή, το αποτέλεσμα της παραγωγής 2. (поставок, грузов и т.п.) η παραλαβ/ή, η λήψη 3. (чего-л. присланного, вручаемого) η παραλαβ/ή 4. (приобретение состояния, положения, какого-л. качества) η απόκτηση 5. (чего-л. для исполнения) η λήψη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > получение
-
3 недостаток
1. (нехватка) η έλλειψηη ανεπάρκεια2. (несовершенство, дефект) το ελάττωματο μειονέκτημαη ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недостаток
-
4 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
5 бартер
ο αντιπραγματισμόςη ανταλλαγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών χωρίς μεσολάβηση των χρημάτωντο μπάρτερ (ξεν.)-ный του αντιπραγματισμού, του μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бартер
-
6 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
7 получатель
ο παραλήπτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > получатель
-
8 приказ
η εντολή, η διαταγή, το πρόσταγμαполучать - παίρνω/έχω/λαμβάνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приказ
-
9 уделять
уделятьнесов παραχωρώ, δίνω, παρέχω/ ἀφιερώνω (посвящать):\уделять часть денег кому-л. δίνω μέρος τών χρημάτων σἐ κάποιον \уделять внимание δίνω προσοχή σέ κάτι· \уделять время кому-л. θυσιάζω χρό-νον γιά κάποιον. -
10 толика
-и θ. παλ. τμήμα (μέρος) του όλου•толика денег ένα μέρος των χρημάτων.
εκφρ.малую (небольшую) -у – λίγο, ελάχιστο, έστω και ένα μικρό μέρος. -
11 функция
-и θ.1. (γραπ. λόγος)• λειτουργία• φαινόμενο•функция слюнной железы η λειτουργία του σιαλογόνου σ.δενα.
2. (μαθ.) η συνάρτηση•тригонометрические -и τριγωνομετρικές συναρτήσεις.
3. μτφ. υποχρέωση, χρέος, καθήκον•служебныефункцияи υπηρεσιακά καθήκοντα•
исполнять свою -ю в обществе εκτελώ τις υποχρεώσεις μου στην κοινωνία.
4. σημασία, προορισμός, ρόλος•функция родительного падежа η σημασία της γενικής πτώσης (στη γραμματική)•
функция денег ο ρόλος των χρημάτων.
εκφρ.выступать в -и – εμφανίζομαι με την ιδιότητα κάποιου. -
12 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
13 содержание
-я ουδ.1. συντήρηση•содержание семьи συντήρηση της οικογένειας.
2. διατήρηση, κατοχή•содержание трактиры διατήρηση καπηλειού..
διαφύλαξη•надзор за -ем памятников επίβλεψη για τη διατήρηση των μνημείων.
3. μισθός, αποδοχές: годовое содержание οι ετήσιες αποδοχές•отпуск без -я άδεια χωρίς αποδοχές.
|| χορήγηση χρημάτων•ремонтное содержание χορήγηση χρημάτων για επισκευή.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) περιεχόμενο•содержание чемодана το περιεχόμενο της βαλίτσας•
без никакого -я χωρίς κανένα περιεχόμενο•
содержание книги το περιεχόμενο του βιβλίου•
содержание разговора το περιεχόμενο της συνομιλίας..
ύπαρξη•содержание сахара в свекле ύπαρξη ζάχαρης στο τεύτλο.
-
14 обмен
1. (мена) η συναλλαγή, η ανταλλαγήбартерный - ο αντιπραγματισμός, η ανταλλαγή εμπορευμάτων δίχως μεσολάβηση χρημάτωνη ανταλλαγή σε είδος, το μπάρτερ (ξεν.)2. (веществ) физиол. см. метаболизм 3. (воздуха в помещении) η (εν)αλλαγή/κυκλοφορία του αέρα 4. вчт. η ανταλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обмен
-
15 торговля
το εμπόρι/οбартерная - προϊόντων (άνευ χρημάτων), το μπάρτερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торговля
-
16 Above
adv.In a former passage ( in a book): P. ἄνω.From above: P. and V. ἄνωθε(ν), P. καθύπερθε, ἐπάνωθεν, V. ὑψόθεν (Plat. also but rare P.), ἐξύπερθε.Above ground, on earth: P. and V. ἄνω, V. ἄνωθε(ν).——————prep.of place. P. and V. ὑπέρ (gen.).Of measure: P. and V. ὑπέρ (acc.)In preference to: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθε (gen.), πάρος (gen.).Superior to: use P. and V. κρείσσων (gen.), V. ὑπέρτερος (gen.).Above being bribed: P. χρημάτων κρείσσων.Above the law: P. ἔμπροσθεν τῶν νόμων.Not to wish to be above the law: τῶν νόμων γε μὴ πρότερος εἶναι θέλειν (Eur., Or. 487).Remain over and above: Ar. and P. περιγίγνεσθαι, P. περιεῖναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Above
-
17 выделение
1. (обособление, отбор) το ξεχώρισμα, ο διαχωρισμός 2. (средств) η κατανομή, η διανομή, η κατακύρωση 3. (извлечение из чего-л.) η εξαγωγή ^(испускание тепла, света и т.п.) η έκλυσηη εκπομπή5. (образование осадка и т.п.) η δημιουργία б.(утечка) η έκλυση 7. (в тексте) η υπογράμμιση, η πιό έντονη παρουσίαση (στο κείμενο) 8. (металла на аноде или катоде при электролизе) η κατακάθιση, η εμφάνιση, το ίζημα 9. юр. о διαχωρισμός, η εκχώρηση 10. -я мн. физиол. οι εκκρίσεις (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделение
-
18 извод
-
19 оплата
-ы θ.πληρωμή, καταβολή χρημάτων•оплата труда рабочих η πληρωμή της δουλειάς των εργατών•
сдельная оплата πληρωμή με το κομμάτι.
-
20 плата
-ы θ.πληρωμή καταβολή χρημάτων•плата долгов πληρωμή των χρεών•
производить -у κάνω πληρωμή, πληρώνω•
квартирная плата το νοίκι κατοικίας (διαμερίσματος)•
арендная -μίσθωση γης•
плата за вход πληρωμή εισόδου•
плата за работу πληρωμή εργασίας, τα εργατικά•
плата за маклерский труд τα μεσιτικά•
плата за извоз τα αμαξάδικα, τα μεταφορικά•
плата за нам το ενοίκιο•
плата за помол τα αλεστικά•
плата вперд η προκαταβολή•
поднная плата το ημερομίσθιο, το μεροκάματο.
|| μτφ. ανταπόδοση, αμοιβή, πληρωμή με το ίδιο νόμισμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
ελληνοταμίες — Αθηναίοι άρχοντες οι οποίοι είχαν ως έργο τη συγκέντρωση και διαχείριση των χρημάτων που προέρχονταν από τις εισφορές των μελών της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας (478 477 π.Χ.). Ήταν συνολικά δέκα και εκλέγονταν στις αρχές κάθε χρόνου μεταξύ των γνήσιων … Dictionary of Greek
ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
μελεδωνός — μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) [μελεδών] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.) 2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος 3. τίτλος… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek