-
81 ἰσθμός
ἰσθμός, ὁ (s. nom. pr.), eigtl. jeder schmale Zugang, Streif zwischen zwei Dingen; vom Halse, Plat. Tim. 69 e ἰσϑμὸν καὶ ὅρον διοικοδομήσαντες τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήϑους, αὐχένα μεταξὺ τιϑέντες; gew. Erdenge, Landzunge, καϑ' ἣν στενώτατος ἰσϑμὸς εἰς τὸν πόντον διήκει Arist. de mund. 3 u. A. Die bedeutendsten, von den Alten erwähnten s. nom. pr. – Auch ein langer u. schmaler Bergrücken, der nur auf einer Seite vom Meere begränzt ist, D. Per. 23. – Die Alten, wie Schol. Od. 18, 299, leiten es von εἰςιέναι her, der Eingang.
-
82 απειργω
ион. ἀπ-έργω, эп. ἀπο-έργω1) удерживать, отстранять, препятствовать, не давать, не допускать(τινά τινος Hom., Her., Aesch., Soph., Plut. и τινὰ ποιεῖν или μέ ποιεῖν τι Soph., Eur., Plat.)
ἀ. τοὺς πρὸς ἀνάγκην πόνους Arst. — удерживать от чрезмерного труда;οὐκ ἔστι νόμος, ὅστις ἀπείρξει τούτου Thuc. — нет закона, который мог бы воспрепятствовать этому;ἀπείργοι θεός Soph. — не дай бог2) задерживать, отгонять(λίθος κῦμ΄ ἀποέργει Hom.)
3) отвращать, предупреждать(νόσους Eur.)
4) заключать, запирать(τινὰ ἐν τῇ ἀκροπολει Her.)
5) загораживать, отгораживать, отделятьτὸ ἀπεργμένον Her. — плотина6) (проходя) оставлять в стороне -
83 αποκρεμαννυμι
1) свешивать(αὐχένα Hom.)
; pass. свешиваться, отвисать(τὸ χεῖλος ἀποκρεμάννυται Arst.)
2) обрывать(χορδὰν πλᾶκτρον ἀπεκρέμασε Anth.)
3) подвешивать, вешать(τὸν φαρετρεῶνα Her.)
ἀποκρεμασθείς Luc. — уцепившись -
84 φέρω
φέρω (φέρεις, -ει, -οντι, -οισιν: φέρε, -έτω; -οις, -οι; -ων, -οις(α), -οισαν; -ειν: fut. οἴσει; -ειν: impf. (ἔ) φερε(ν), φέρομεν, φέρον: aor. ἔνεικ(ε), ἔνεικεν; ἐνεῖκαι: pf. ἤνεγκ(ε): med. & pass., φέρεται, -ονται; -εσθαι.)a bring, carryI lit.,Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.14
καὶ ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. αὐτάν) O. 9.59πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.66
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἄγγελίαν O. 14.21
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.3
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216
ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν (v. l. ἔνεγκέ) P. 9.6 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (sc. Κυράναν) P. 9.53 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ οἴσει” P. 9.61 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθι- νον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (supp. Bergk: om. codd.) N. 6.18 σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι, φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (cf. P. 2.3) N. 8.14λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (sc. Ζεύς) I. 8.21 ]φέρει λαιλ[α fr. 1a.ἐς Τροία[ν ] ἤνεγκε[ Pae. 6.76
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.II met.ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
μόχθος ἡσυχίαν φέρει, καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου, of an eclipse of the sun)Πα.. 13. σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
III med. met., bring with oneφαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
IV pass. met., be borne, uplifted ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10.bI bear, produce of land, simm.δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
ὅσα ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. met.,ἔργα δὲ ζώοισιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
II in general, give proof of, show, displayὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” P. 4.102ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν, λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ αἰνίξατο P. 8.38
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.54 τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον ( ἔχει λόγον Σ paraphr.) I. 8.61χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
c winἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.98
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
d support, endureτὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
e carry of seed, progenyκαὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 19.f bear, maintainἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (v. l. φέρεν) N. 7.39g bring (to bear)φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.41
ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον N. 1.24
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
χρὴ νιν (= ἀρετάν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόσμον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
pass., εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν “verbreitet es sich,” Dornseiff P. 1.87 ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.h fragg. ]φέρεσθαι Pae. 2.43
φερον[ fr. 260. 13. ] ινελεων φέρων ?fr. 334b. 11. -
85 αὐχήν
A neck, throat, of men and beasts, Il.7.12, Hes.Op. 815, Arist.HA 493a5, PA 691b29: rarely, gullet, Nic.Th. 350: in pl., of one neck, S.Fr.659.4, Orph.L. 137, AP5.27 (Rufin.).2 metaph., τὸν αὐ. ἱστάναι to be high-spirited, Philostr.VA7.23; αὐχένα ὑψηλὸν ἀποθέσθαι Vett. Val.261.16.II metaph., any narrow band or connexion (like a neck):1 neck of land, isthmus, Hdt.1.72,6.37, X.An.6.4.3.2 narrow sea, strait, of the Bosporus, Hdt.4.85, 118; αὐ, πόντου, of the Hellespont, A.Pers.72 (lyr.); of the point at which the Danube spreads from a single stream into several branches, Hdt.4.89.3 mountain-pass, defile, Id.7.223.4 neck of the thigh-bone, Hp.Art.55; cervix uteri, Id.Steril.230, Poll. 2.222 (but, pars vaginalis, Gal.UP14.3); root of the tongue, Ruf. Onom.57.6 an architectural member,αὐχένες δρύινοι SIG2587.308
. (Cf.αὔφην; ἄμφην Theoc.30.28
.) -
86 κατακλάω
------------------------------------Aκατέκλων Il.20.227
, Hdt.9.62: [tense] aor. 1 :—[voice] Pass., [tense] pf. and [tense] aor. (v. infr.):—break short, snap off, ἐπ' ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il.l.c.; ;τὰ δόρατα κατέκλων Hdt.
l.c., cf. Pi.P.5.34;φυτευτήρια ἐλαῶν D.53.15
; κατὰ δ' αὐχένα νέρθ' ἐπὶ γαίης κλάσσε bowed it down, Theoc.25.146; κ. τὸν ὀφθαλμόν ogle, Phryn.PSp.79 B.; but ὄμματα κατακεκλασμένα eyes with drooping lids, Arist.Phgn. 808a8;τὸ σῶμα.. -κέκλασται
has been crushed,PMasp.
77.12 (vi A.D.).II metaph., break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, Pl.Phd.l.c.;πάθος, εἴτ' οἶκτος εἴτ' αἰδώς, κατέκλασε τὴν διάνοιαν Plu.Tim.7
; [ Ἔρως]κατακλάσας τὸ σοβαρόν Id.2.767f
:—more freq. in [voice] Pass.,ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, κλαῖον δ' ἐν ψαμάθοισι καθήμενος Od.4.538
; of fear, , cf. 10.198;τὸ θράσος κατεκέκλαστο Plu. Fab.11
; of passion,ἐρώτων.. νόσῳ φρένας.. κατεκλάσθη E.Hipp. 766
(lyr.); of pity,οὐδὲ κατεκλάσθης Call.Del. 107
; of persuasion, D.L. 7.114.2 [voice] Pass., κατακεκλασμένος reduced by fever, Hp.Coac. 510: metaph., of character, to become enfeebled, degenerate, Aristeas 149: in [tense] pf. part. [voice] Pass., enervated, effeminate, of men, Com.Adesp.339.2; γραφαὶ κ. D.H.Comp.18:—[voice] Act., κ. ἑαυτόν, of an effeminate dancer, Luc.Symp.18, Salt.27.III [voice] Pass., of light, to be refracted, opp. ἀνακλᾶσθαι (to be reflected),ὄψεως -κλωμένης Placit.3.18.1
; of sound, αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην broken, feeble voice, Hp. Coac. 246.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλάω
-
87 οἰδέω
Aᾤδεον Od.5.455
: [tense] aor.ᾤδησα Hp.Epid.2.1.7
, 2.2.3, Pl.Phdr. 251b : [tense] pf. ᾤδηκα, [dialect] Dor. [ per.] 3pl.- αντι Theoc.1.43
; cf. ἀνοιδέω :—swell, become swollen, ᾤδεε δὲ χρόα πάντα he had all his body swollen, Od. l. c. ;οἰδῶν τὼ πόδε Ar.Ra. 1192
;τοὺς πόδας καὶ γαστέρα Men.544.4
;τὰ σφύρ' ᾤδει Anaxil.36
;ἔμβρυα οἰδέοντα Hp.
Aër.7 ;ᾠδήκαντι κατ' αὐχένα ἶνες Theoc.
l. c. ; of growing fruits, etc., l. c. ;ᾤδησε.. ὁ τοῦ πτεροῦ καυλός Pl.
l.c.II metaph., οἰδεόντων τῶν πρηγμάτων when affairs were in a ferment, Hdt.3.76, 127 ; οἰδεῖ καὶ ὕπουλός ἐστιν [ἡ πόλις], metaph. from a boil or abscess, Pl.Grg. 518e ;τὸν δῆμον οἰδοῦντα καὶ θρασυνόμενον Plu.Sol.19
; also, of inflated style,οἰδεῖν ὑπὸ κομπασμάτων Ar.Ra. 940
, cf. Plu.Cic.26. -
88 παχύς
A- έα Hp.Superf.21
), ύ, thick, stout,χειρὶ παχείῃ Il. 5.309
, etc. ;παχέος παρὰ μηροῦ 16.473
;παχὺν αὐχένα Od.9.372
;π. πούς Hes.Op. 497
; of trees, ib. 509 ;ῥίζα Thphr.HP6.3.1
; later of persons, περὶ σφυρὸν παχεῖα, μισήτη γυνή thick-ankled, Archil.184 ; fat,οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Hp.Aph.3.25
; π. γυνή Id.Superf. l.c.; χοῖρος π., ὗς π., Ar.Ach. 766, Men.21 : metaph., of soil, rich, fertile, X.Oec.17.8 ([comp] Comp.) ; π. τράπεζα a well-spread table, Philostr. VA3.26. Adv., παχέως διαιτᾶσθαι ibid.2 of inorganic things, thick, massive,π. λᾶας Il.12.446
;σκῆπτρον 18.416
;αὐλὸς αἵματος Od.22.18
;θρυαλλίδες Ar.Nu.59
; ; π. δραχμή a thick drachma, i. e. the Aeginetan, which weighed more than the Attic, Poll.9.76, or (Hsch.), = δίδραχμον ; thick, coarse, opp.λεπτός, ἱμάτιον Pl.Cra. 389b
, cf. Poll.7.57,61, etc.; χλαῖναν.. παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp. Com.10 ; of hair, Arist.HA 502a26 ; π. τὴν σάρκα, of the pig, Jul.Or.5.177c. Adv. coarsely, roughly, of stating or arguing, παχέως ὁρίζεσθαι, prob. for ταχέως, Arist.Pol. 1275b25 ; παχύτερον or - έρως, Pl.Plt. 294e, 295a.3 of liquids, thick, curdled, clotted,αἷμα Il.23.697
;ἀπορρέει.. παχὺ καὶ μέλαν Hdt.4.23
; of marshwater, Hp.Aër.7 ; of urine, Id.Prog.12 ;τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Arist.HA 521b28
;τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως [τῶν οἴνων] Ath.1.33b
.b τὰ παχέα καλούμενα νοσήματα, of certain diseases supposed to be due to thickened phlegm, Hp.Int.47,al.4 in Com., fat, great, π. πρᾶγμα, χάρις, Ar.Lys.23, Ec. 1048.5 of timbre, thick, opp. λεπτός, Arist.Aud. 803b29, cf. 804a10 ([comp] Comp.). Adv.,κορώνη παχέα κρώζουσα Arat.953
.6 of speech, coarse, heavy,διάλεκτος παχυτέρα D.H.Pomp.2
;παχύτερος τὴν λέξιν Id.Is.19
;παχύτερον ποιεῖν τὸν λόγον Hermog.Id.1.6
.7 of flame, dull, Thphr.HP5.9.3.II οἱ παχέες men of substance, the wealthy, Hdt.5.30,77,6.91 ; ; ὃς ἂν ᾖ π. Id.Eq. 1139 ; ἀνὴρ π. Id.V. 287 ; cf. πάχης.III Com. and Prose, thick-witted, gross, stupid, ἀμαθὴς καὶ π. Id.Nu. 842 ;τὸ τῶν παχυτέρων πλῆθος Phld.Rh.1.202
S.; π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Luc.Alex.9,17 ;ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Hp.
Aër.24 ;π. τὴν μνήμην Philostr.VS2.1.10
; π.λόγος Gal.8.606
. Adv.,παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Hld.5.18
.IV prov., πηλοῦ παχύτερος, of a dullard, Eun.Hist.p.265 D.V Adv. - έως, v. supr. -
89 προσαναπλάσσω
II invent besides,ὅτι.. S.E.M.11.158
; ascribe,αὐχένα τῷ θεῷ Ph.1.226
, al.;Διὶ φλύαρον ἦθος Eust.1387.22
([voice] Med.);τὰς γραφὰς ταῖς ἐξηγήσεσι Gal.17(2).257
:—[voice] Pass., Longin.7.1, Corn.ND34, Palaeph.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναπλάσσω
-
90 ἀποκόπτω
A cut off, hew off, freq. in Hom., of men's limbs,κάρη ἀπέκοψε Il.11.261
; ἀπό τ' αὐχένα κόψας ib. 146, al.; in Prose,χεῖρας ἀ. Hdt.6.91
, etc.;ἀγκύρας X.HG1.6.21
;γεφύρας Plu.Nic.26
; amputate, Archig. ap. Orib.47.13.2;νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Il.9.241
;ἀπὸ πείσματ' ἔκοψα νεός Od.10.127
; ἀΐξας ἀπέκοψε παρήορον he cut loose the trace-horse, Il.16.474:—[voice] Pass., ἀποκεκόψονται, of buds, will be cut off, Ar.Nu. 1125, cf. M.Ant.11.8; ἀ. τὴν χεῖρα have it cut off, Hdt.6.114; ἀ.τὰ γεννητικά, of eunuchs, Ph.1.89: abs., eunuch, De.23.1, cf.Luc.Eun.8:—[voice] Med., make oneself a eunuch, Ep.Gal.5.12, cf. Arr.Epict.2.20.19.2 metaph.,ἀπ' ἐλπίδα φημὶ κεκόφθαι ναυτιλίης νόστου τε A.R.4.1272
, cf. Plb.3.63.8;ἔλεον D.S.13.23
;ἀ. τὸ ἀμφίβολον τῆς γνώμης
decide summarily,Alciphr.
1.8; alsoἀποκοπῆναι τῆς ἐλπίδος Plu.Pyrrh.2
; exclude from the reckoning, despair of,Phld.
Herc.1251.22; reject, exclude, Id.Sign.7, D.3.13:—[voice] Med., dub.in Phld.Mort.23.3 esp. of voice or breath, cut short,τὸν τοῦ πνεύματος τόνον D.H.Comp.14
, cf. 22:—[voice] Pass.,ἀποκέκοπταί τινι ἡ φωνή Plu.Dem.25
, cf. Dsc.Eup.1.85.4 of literary periods or phrases, bring to an abrupt close,δεῖ τῆ μακρᾶ -κόπτεσθαι Arist.Rh. 1409a19
, cf. Demetr.Eloc.18, 238.5 Gramm., in [voice] Pass., to be cut short by ἀποκοπή (q.v.), Eust.487.10, EM609.54.II ἀ. τινὰ ἀπὸ τόπου beat off from a strong place, of soldiers, X.An.3.4.39, 4.2.10.III [voice] Med., smite the breast in mourning: c. acc., mourn for, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκόπτω
-
91 ἐντίθημι
Aἐνθέμεν Thgn.430
:— put in (esp. put on board a ship),οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω Od.5.166
; :—freq. in this sense in [voice] Med.,κτήματά τ' ἐντιθέμεσθα Od.3.154
, cf. X.An.1.4.7, Oec.20.28;ἐν δ' ἱστὸν τιθέμεσθα.. νηΐ Od.11.3
;ἐνθέσθαι εἰς τὴν ναῦν φορτία D.34.6
.2 generally, put in or into,ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην Hes.Th. 174
;χειρὶ δ' ἔνθες ὀξύην E.Heracl. 727
;σε μήτηρ ἐνθεμένη λεχέεσσι Il.21.123
;ἐντιθέναι αὐχένα ζυγῷ E.Hec. 376
, cf. 1045; alsoἔς τι Hdt.2.73
, Ar. Ach. 920;ἐς τὼ κοθόρνω τὼ πόδ' ἐνθείς Id.Ec. 346
, cf. V. 1161:—[voice] Med., .b metaph.,ἐνθέμεν φρένας ἐσθλάς Thgn.430
;ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν Pherecr. 146.6
;ἐ. ἀθυμίαν Pl.Lg. 800c
;ἰσχύν D.3.33
; ἐνθεῖναι φόβον inspire fear, X.An.7.4.1, etc.;ἐ. ταῖς χορδαῖς τὴν ἁρμονίαν Plot.4.7.8
:—so in [voice] Med., χόλον ἔνθεο θυμῷ thou hast stored up wrath in thy heart, Il.6.326;κότον ἔνθετο θυμῷ Od.11.102
; opp.ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il. 9.639
;τὴν εἴς τινα εὔνοιαν PMag.Lond.125.26
; μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ laid it to his heart, Od.21.355; μή μοι πατέρας.. ὁμοίῃ ἔνθεο τιμῇ put not our fathers in like honour, Il.4.410.3 put in the mouth, ; ψώμισμα (sc. τῶν νηπίων στόματι) Plu. 2.320d:—[voice] Med., ἐνθοῦ put in, i.e. eat, Ar.Eq.51; cf.ἔνθεσις 11
.7 of cautery,ἐνθεῖναι ἐσχάρας Id.Art.11
, cf. Paul.Aeg.6.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντίθημι
См. также в других словарях:
Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… … Dictionary of Greek
καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… … Dictionary of Greek
παραυχενίζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «κάμπτω πλαγίως τόν αυχένα» 2. (κατά τον Φώτ.) «παρακρούω», κόβω τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐχενίζω «κάμπτω τον αυχένα»] … Dictionary of Greek
απαυχενίζω — ἀπαυχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω 2. δαμάζω ταύρο τραβώντας τον αυχένα προς τα πίσω 3. απελευθερώνω τον αυχένα από ζυγό ή από λαβή του αντίπαλου παλαιστή … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
περιαυχένιος — α, ο / περιαυχένιος, ον, ΝΑ αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («κόσμος περιαυχένιος», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιαυχένιο α) το μέρος τής σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η λαιμαργία, αλλ. περιλαίμιο β) πλατύς… … Dictionary of Greek
βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… … Dictionary of Greek