-
1 ὁρμάω
A : [tense] aor.ὥρμησα Il.6.338
, Pl. Ion 534c; [dialect] Lacon. imper. ὅρμᾱον, i.e. ὅρμαὁν, = ὅρμησον, Ar.Lys. 1247: [tense] pf. :—[voice] Med. and [voice] Pass., Pi.N.1.5, A.Pr. 339, Hdt.1.17, etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.ὡρμᾶτο Il.3.142
: [tense] fut.ὁρμήσομαι Hdt.5.34
, X.Cyr.7.1.9,ὁρμηθήσομαι Gal.5.85
: [tense] aor.ὡρμησάμην Il.21.595
, v.l. in Hes.Sc. 127 ([etym.] ἐφ-), never in Prose, exc.ἐξ- X.HG6.5.20
codd.: more freq. in pass. formὡρμήθην Il.5.12
, al., Th.3.98, etc.: [tense] pf.ὥρμημαι S.El.70
, E. El. 340, Th.6.33, etc.: [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf. and [tense] plpf. ὁρμέαται and - έατο (with vv. ll. ὡρμ-) Hdt.5.121, 8.35 ; in Hom. codd. usu. have the augm., but Aristarch. read ὁρμήθησαν in Il.10.359: ([etym.] ὁρμή):A [voice] Act.,I causal, set in motion, urge on, cheer on,τινὰ εἰς πόλεμον Il.6.338
, Th.1.127 ;τινὰ ποτὶ κλέος Pi.O.10(11).21
;τὸ στράτευμα ὁ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Hdt.8.106
, cf. S.Aj. 174 (lyr.), E.Or. 352 (anap.); , cf. Ion 534c ;[τὰ] ὁρμῶντα [σώματα] Hp.Epid.6.8.7
; (lyr.); ὁ. τινὰ ἐκ χερός tear from one's arms, Id.Hec. 143 (anap.):—[voice] Pass., ὁρμηθεὶς θεοῦ ἄρχετο inspired by the god he began, Od.8.499 ;πρὸς θεῶν ὡρμημένος S.El.70
;ὑπὸ ἔρωτος Pl.Smp. 181d
; ἵπποι.. ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης urged on by.., Od.13.82.2 with a thing as the object, stir up,πόλεμον 18.376
: c. acc. et inf.,τὰς διόδους τῶν πτερῶν.. ὥρμησε πτεροφυεῖν Pl.Phdr. 255d
:—[voice] Pass., was sped,S.
El. 196 (lyr.).II more freq. intr., start,1 c. inf., ἴρηξ ὃς ὁρμήσῃ διώκειν ὄρνεον ἄλλο starts in chase of.., Il.13.64; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων.. ἀντίον ἀΐξασθαι whenever he started to rush for the gates, 22.194 ;ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε.. στῆναι ἐναντίβιον 21.265
; ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν began to lead out.., Hdt.1.76, cf.7.150 ; eager to..,S.
Ant. 133 (lyr.); .2 c. gen., rush headlong at one,Τρώων Il.4.335
: more freq. with Preps.,ὁ. ἐπί τινα Hes.Sc. 403
, Hdt. 1.1, etc.;πύργωμα Καδμείων ἔπι E.Supp. 1220
;εἴς τινας X.Cyr.7.1.17
;καθ' αὑτούς Id.An.5.7.25
; also ὁ. ἐς μάχην hasten to battle, A.Pers. 394 ; (lyr.) ;εἰς τὸ διώκειν X.An.1.8.25
;ἐπὶ ἁρπαγάς Pl.R. 391d
;ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.7.34
; ὥρμασε ([dialect] Dor.) (Chersonesus, ii B. C.): without any sense of hostility, rush, (lyr.);ἐς πατρὸς δόμους Id.Med. 1178
; set out,ἀπὸ [τῆς Οἰνόης] Th.2.19
;ἐς φυγήν Hdt.7.179
, etc.;εἰς τὸ ἐπ' ἐκεῖνα τῆς γῆς Pl.Phd. 112b
;ἐπ' ἄλλον λόγον Antipho 3.4.5
;ἐπὶ τὸ σκοπεῖν X.Mem.3.7.9
; ἐπὶ τραγῳδίαν ὥρμηκε has turned to tragedy, Alex.135.14 ; δηλώσεις.. τὴν φύσιν ἐπὶ τί μάλισθ' ὥρμηκε, i. e. what your natural bent is, ib.8 ;φυσικῶς ἐπὶ τὴν ὀργὴν ὁρμᾶν Phld.Ir.93
W.;πρὸς τὰς πράξεις Id.Mus.p.71
K.;ἐπὶ φιλοσοφίαν Id.Acad.Ind.p.64
M. ;πρὸς τὰς ὀχείας Arist.HA 546a15
: c. acc. cogn.,ὁδόν X.An.3.1.8
;στρατείαν Id.Cyr.8.6.20
.3 abs., start, begin,ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Pl.Prt. 314b
, cf. R. 425c; αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι [νῆες] the ships that were hottest in pursuit, Th.8.34.B [voice] Med. and [voice] Pass., like the intr. [voice] Act., A. II:1 c. inf., μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται that they put not themselves in motion, set not themselves to flee, Il.8.511 ; soδιώκειν ὁρμήθησαν 10.359
, cf. Od.4.282 ; ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι he rushed to snatch.., Il.13.188, cf. 182 ; ἦτορ ὡρμᾶτο πτολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι was eager to.., 21.572 ; μᾶλλον ὅρμητο στρατεύεσθαι was eager to march, Hdt.7.1, cf. 19, al., Th.3.45 ; ὅδε ὁ λόγος ὅρμηται λέγεσθαι this account has begun to be given, Hdt.4.16, cf. 6.86.δ' ( λέγεσθαι is restored for λέγεται in 3.56); but λόγον, τὸν ὅρμητο λέγειν which he purposed to make, Id.5.50.2 the object for or after which one goes is sts. in gen., Il.14.488, 21.595 : a case with a Prep.,ὡρμήθησαν ἐπ' ἀνδράσιν Od.10.214
;ἐπί τινα S.Aj.47
, etc.;εἴς τινα X.Cyr.7.1.9
; μετά τινα after one, Il.17.605 ; soὁ. ἐπὶ τὸ ἱρόν Hdt.8.35
;ἐς πύλας A.Th.31
;πρὸς δόμους E.Hipp. 1152
;ἐπ' ἀλήθειαν Pl.Sph. 228c
;ἐς φυγήν Th.4.14
;πρὸς τίσιν S.OC 1328
;πρὸς τὸ κρατεῖν Pl.R. 581a
;[ἡ ποίησις] πρὸς ἡδονὴν ὥρμηται Id.Grg. 502c
; οἱ περὶ λόγον ἢ παιδείαν ὁρμώμενοι persons keen about.., Vett.Val.199.5 : rarely c. acc. loci,νερτέρας πλάκας S.OC 1576
(lyr.).b the starting-point is expressed byἐκ, ὡρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο Il.3.142
, cf. 9.178, etc. ; or ἀπό, S.Tr. 156, Pl. Phd. 101d, etc.;ἀπὸ φιλοσοφίας Phld.Rh.1.357
S.; or by a form in-θεν, σέθεν.. ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον Pi.N.1.5
: in historical Prose, ὁρμᾶσθαι ἐκ.. start from, begin from, esp. of the place where one carries on any regular operations, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι living there and going out from thence to do their daily work, Hdt.1.17 ; of fishers,ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι Id.3.98
; of a general, making that place his head-quarters or base of operations, Id.8.133, cf. 5.125, al., Th.1.64, 2.69, al.; ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος setting out, beginning with smaller means, ib.65, cf. 1.144 ; of rivers,ἐκ τῆς Ἴδης ὁ.
rising..,Pl.
Lg. 682b.3 abs., rush, dart, attack, Il.5.12, Od.12.126, al., S.OC 1068 (lyr.); also with ἔγχεϊ, ξιφέεσσι, etc., added, Il. 5.855, 17.530, 13.496, al.b generally, hasten, be eager, , cf. 395 ;ἀλλ' ἥδε.. ὁρμᾶται
comes forth,Id.
Pers. 151 (anap.);τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός Id.Eu. 1029
; ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται insolence goes fearless forth, S.Aj. 197 (lyr.). -
2 προαποπληρόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαποπληρόω
-
3 παρεμφράσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεμφράσσω
-
4 τυφλόω
A blind, make blind, τινα Hdt. 4.2; ὄμματα, ὄψιν, E.Cyc. 470, Ph. 764:—[voice] Pass., to be blinded, to be or become blind, Hdt.2.111;τυφλοῦμαι φέγγος ὀμμάτων E.Hec. 1035
; ἕλκος τυφλωθέν a blinding wound ([voice] Pass. of τυφλόω ἕλκος inflict a blinding wound), S.Ant. 973 (lyr.).2 metaph., blind, baffle, Democr. 72, v.l. in Critias 25.26;τετύφλωται μόχθος Pi.I.5(4).56
;τῶν μελλόντων τετύφλωνται φραδαί Id.O.12.9
, cf. Pl.Ti. 47b;τὴν ψυχὴν τυφλωθῆναι Id.Phd. 99e
, cf. 96c;τ. περὶ τὸν φιλούμενον ὁ φιλῶν Id.Lg. 731e
.II make blind or without passage, stop up,τὰς διόδους ἁμάξαις Aen.Tact.2.5
; τ. ὀφθαλμοὺς [ἀμπέλου] Gp.5.9.7;τ. τὸν μαστόν
makeit cease to yield milk,Ael.
NA3.39:—[voice] Pass.,βλάστησις τυφλουμένη Thphr.CP5.17.7
;οὖρα τυφλοῦται Nic.Al. 340
;ἡ φωνὴ τυφλοῦται Plu. 2.721b
;τυφλωθείσης τῆς τοῦ δέρματος τρώσεως Gal.1.388
:—also in [voice] Med.,τυφλώσατο νηδύς Nic.Al. 285
. -
5 συγχώννυμι
συγχώννῡμι and [suff] συγ-ύω, in earlier writers [tense] pres. inf. [full] συγχοῦν Hdt. 4.120, X.HG3.1.18:—[tense] pf. [voice] Pass.A- κέχωσμαι Hdt.8.144
:—heap with earth, cover with a mound, bank up, [ τὴν σορόν] Id.1.68; σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, fill them up with earth, Id.4.120, 140, cf. X.HG3.1.18, etc.; also of persons, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους bury them, D.S.19.107, cf. Plu.Alex.77.II demolish,τὸ ἔρυμα Hdt.7.225
; [ τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα] Id.9.13;τὴν ὁδόν Id.8.71
:—[voice] Pass., οἰκήματα συγκεχωσμένα ib. 144; (Cyzicus, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχώννυμι
См. также в других словарях:
προαποπληρώ — όω, Α γεμίζω κάτι προηγουμένως («προαποπληροῡν τὰς είσβολὰς καὶ τὰς διόδους», Αιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπληρῶ «γεμίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
σκοπιωρούμαι — έομαι, Α [σκοπιωρός] (αποθ.) προσέχω, παραφυλάγω για κάτι («νῡν δὲ ξὺν ὅπλοις ἄνδρες ὁπλῑται διαταξάμενοι κατὰ τὰς διόδους σκοπιωροῡνται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… … Dictionary of Greek
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
συγχώννυμι — και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω] (κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.) μσν. στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς… … Dictionary of Greek