-
1 τυφλογενής
τυφλο-γενής, ές,A born blind, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλογενής
-
2 τυφλοπλαστέομαι
A to be formed blind, Phot., Suid.; cf. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλοπλαστέομαι
-
3 τυφλοπλαστέω
A v. τυφοπ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλοπλαστέω
-
4 τυφλοποιός
τυφλο-ποιός, όν,A blinding, Sch.Theoc.10.19, Eust.1769.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλοποιός
-
5 τυφλόπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλόπους
-
6 τυφλόστομος
τυφλό-στομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλόστομος
-
7 τυφλότης
2 metaph. of syllables ending in a consonant, closedness, Plu.2.738c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλότης
-
8 τυφλοφόρος
τυφλο-φόρος, ον,A carrying a blind person:—in Theoc. Syrinx (AP15.21) said by Sch.to be = Πηροφόρος, carrying a scrip or wallet; jestingly, as if, because πηρός means blind, therefore τυφλή is = πηρά (πήρα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλοφόρος
-
9 τυφλόω
A blind, make blind, τινα Hdt. 4.2; ὄμματα, ὄψιν, E.Cyc. 470, Ph. 764:—[voice] Pass., to be blinded, to be or become blind, Hdt.2.111;τυφλοῦμαι φέγγος ὀμμάτων E.Hec. 1035
; ἕλκος τυφλωθέν a blinding wound ([voice] Pass. of τυφλόω ἕλκος inflict a blinding wound), S.Ant. 973 (lyr.).2 metaph., blind, baffle, Democr. 72, v.l. in Critias 25.26;τετύφλωται μόχθος Pi.I.5(4).56
;τῶν μελλόντων τετύφλωνται φραδαί Id.O.12.9
, cf. Pl.Ti. 47b;τὴν ψυχὴν τυφλωθῆναι Id.Phd. 99e
, cf. 96c;τ. περὶ τὸν φιλούμενον ὁ φιλῶν Id.Lg. 731e
.II make blind or without passage, stop up,τὰς διόδους ἁμάξαις Aen.Tact.2.5
; τ. ὀφθαλμοὺς [ἀμπέλου] Gp.5.9.7;τ. τὸν μαστόν
makeit cease to yield milk,Ael.
NA3.39:—[voice] Pass.,βλάστησις τυφλουμένη Thphr.CP5.17.7
;οὖρα τυφλοῦται Nic.Al. 340
;ἡ φωνὴ τυφλοῦται Plu. 2.721b
;τυφλωθείσης τῆς τοῦ δέρματος τρώσεως Gal.1.388
:—also in [voice] Med.,τυφλώσατο νηδύς Nic.Al. 285
. -
10 τυφοπλαστέω
A invent a falsehood,ὅσα αἱ κεναὶ δόξαι -οῦσι Ph. 1.521
, cf. 654, eund. ap. Eus.PE8.14; - ῶν ἑαυτόν deceiving himself, Ph. 2.568: with v. l. τυφλο-except ap.Eus. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφοπλαστέω
См. также в других словарях:
τυφλό — το το αρχικό τμήμα του παχιού εντέρου, που σχηματίζει, κάτω από το σημείο απόληξης του λεπτού εντέρου, τυφλό, αδιέξοδο κόλπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυφλό(ν) — το, Ν ανατ. βλ. τυφλός … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
παρατυφλικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται κοντά στο τυφλό έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τυφλό (έντερο)] … Dictionary of Greek
περιτυφλίτιδα — η, Ν φλεγμονή τού περιτοναίου γύρω από το τυφλό έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perityphlitis (< περι * + τυφλό [έντερο] + επίθημα ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιτυφλίτις, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
τυφλοπηξία — η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση με την οποία σταθεροποιείται το τυφλό έντερο στην κοιλιακή κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. typhlopexie (< τυφλό[ς] + πηξία < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
τυφλοστομία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική δημιουργία παρά φύσιν έδρας, δηλαδή τεχνητού πρωκτού, στο τυφλό έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. typhlostomie (< τυφλό[ς] + στόμα + ία)] … Dictionary of Greek
тифлопедаго́гика — и, ж. Раздел дефектологии, разрабатывающий проблемы обучения и воспитания детей с нарушениями зрения. [От греч. τυφλος слепой и слова педагогика] … Малый академический словарь
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδής — O εσωτερικότερος από τους χιτώνες που αποτελούν τα τοιχώματα του οφθαλμικού βολβού. Είναι χιτώνας αισθητήριος και θεωρείται το κυριότερο μέρος του οργάνου της όρασης, επειδή πάνω σε αυτόν το φως –φυσικό ερέθισμα– μετατρέπεται κατάλληλα ώστε να… … Dictionary of Greek