-
21 εξέρχομαι
(αόρ. εξήλθον) αμετ1) выходить; выезжать;εξέρχομαι (εκ) τού κήπου — выходить из сада;
εξέρχομαι από το σπίτι — выходить из дома;
εξέρχομαι εις συνάντησιν — выходить навстречу;
2) отправляться;εξέρχομαι εις
κυνήγιον (περίπατον) — отправляться на охоту (прогулку);3) уходить, оставлять;εξέρχομαι της υπηρεσίας — увольняться по собственному желанию; — подавать в отставку;
εξέρχομαι του στρατεύματος — демобилизоваться;
§ εξέρχομαι τής ευθείας οδού — сбиться с (правильного) пути;
εξέρχομαι εις αγώνα (αμιλλαν) — состязаться (соревноваться);
εξέρχομαι εις τούς τελείους άνδρας — становиться настоящим мужчиной
-
22 λαμπρότης
A brilliancy, splendour,λ. καὶ τάξις τοῦ στρατεύματος X.An.1.2.18
; of a horse, Id.Eq.11.9; of arms, Plb.11.9.1, Arr.An.1.14.4.2 clearness, distinctness, Plu.Phil.11.II metaph., brilliancy, splendour, Hdt.2.101;ἡ παραυτίκα λ. Th.2.64
, cf. 7.69;ἀπὸ οἵας λαμπρότητος.. ἐς οἵαν.. τελευτὴν ἀφῖκτο Id.7.75
, cf. 6.31: pl., distinctions,τιμαὶ καὶ λ. Id.4.62
; ἔν τινος λαμπρότητι in distinction for a thing, Id.6.16;λ. τῶν πράξεων D.S.16.66
, cf. Arr. An.2.7.7.3 brilliancy of style, Plu. 2.25b; λαμπρότητες τοῦ λόγου, Lat. lumina orationis, Philostr.VS 1.23.2.4 λ. ψυχῆς magnanimity, Plb.32.8.1, D.S.4.40.5 as a title, ἡ σὴ λ. your Serenity, Serene Highness, PGrenf.1.59 (v/vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρότης
-
23 παραρρήγνυμι
A break at the side, esp. break a line of battle, Th.4.96 ; π. τοῦ πύργου μέρος make a breach in it, Polyaen.2.27.2 :—[voice] Pass., to be broken, Th.5.73, 6.70, Arr.An.2.22.7, 4.26.5.2 metaph., break through, violate,τὸν νόμον Them. Or.15.190b
, cf. Or.16.212d.II [voice] Pass., with [tense] pf. 2 παρέρρωγα, break or burst at the side,παρέρρωγεν ποδὸς φλέψ S.Ph. 824
;χιτωνίου παραρραγέντος Ar.Ra. 414
(lyr.) ; τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς broken ground, ravines, Plu.Alex.17 ;τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος Arr. An.2.11.1
.2 φωνὴ παρερρωγυῖα broken (by passion), Thphr.Char. 6.7 ; so .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρρήγνυμι
-
24 παρ-αμείβω
παρ-αμείβω, umwechseln, umändern, anderswohin bringen, Alciphr. 3, 40; vorbeigehen, τί, Ap. Rh. 2, 660; Heliod. 6, 1 u. a. Sp. – Gew. med. vorbeifahren, -schiffen, τινά, vor Einem, Od. 6, 310; Μάλειαν, H. h. Ap. 409; Soph. O. C. 129; ἀπήνη τροχαλοῖσιν ὄχοις παραμειψαμένη, Eur. I. A. 146; oft bei Her. πόλεις, τείχεα, 7, 30. 112. 6, 41 u. sonst; auch von Flüssen, daran vorbeifließen, 1, 72. 75; παραμειβομένου δὲ τὴν πόλιν τοῦ στρατεύματος, Xen. Cyr. 5, 4, 50; Sp., wie Plut. Pomp. 73. – Absol., παραμειψάμενος, wie παρελϑών, Xen. An. 1, 10, 10. – Dah. auch vorbeilaufen, an Schnelligkeit übertreffen, einholen, πλόον παραμείβεαι, Pind. N. 3, 26; δελφῖνα, P. 2, 50; u. so übtr. im act., Soph. σοφίαν σοφίᾳ δ' ἂν παραμείψειεν, O. R. 504, Schol. erkl. νικήσειεν, übertreffen. – Auch in Prosa, ἐπεὶ παρημείβετο ἡ ναῦς τὴν ναῦν, Plat. Lach. 183 e. – Von der Zeit, vorbeigehen, verstreichen, Hes. O. 411.
-
25 βαρύς
βαρύς, εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ γεώδης Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῠφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος ὁπλίτης Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die ϑωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα δύναμις Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ βαρύς Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φϑόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz ὀξύς Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη χορδή, die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ βρύχημα λέοντος Archi. 27 ( App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς ψόφος, von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. προσῳδία, accentus gravis; so schon Plat. συλλαβή Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; βάσις 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέϑης Plut.; ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Uebertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; ἔρις 20, 55; κακότης 10, 71; ὀδύναι 5, 417; ϑανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶϑες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. πένϑος Ol. 2, 75; δουλία P. 1. 75; νεῖκος N. 6, 52; νόσος P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; συμφορά Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς κότος 342; μῆνις Soph. O. C. 1330; ὀργή Phil. 368; ϑυμός Theocr. 1, 96; φάτις Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου ϑάλπος Diosc. 12 (VI, 290); νόημα Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, ὀδμή Her. 6, 119; ζημία, ἔχϑραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῠσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ χωρίον Xen. Mem. 3, 6, 12; πόλεμος Dem. 18, 241; πρόςταγμα Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω πρός τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; δύναμις πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; χείρ, πόλις u. ä., D. Sic.
-
26 δια-κλέπτω
δια-κλέπτω, durchstehlen, heimlich wegschaffen, Plut. Anton. 84 u. öfter; τινά, Einen heimlich einer Gefahr entziehen, Her. 1, 38; heimlich bei Seite bringen, τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, im Ggstz von ἀϑροισϑέν, Thuc. 7, 85; vgl. Plut. Timol. 29; von Geldern, unterschlagen, ὅσα διακέκλεπται Dem. 27, 12; übertr., τὴν κατηγορίαν ἀπολογίᾳ Lys. 28, 3, wie λόγοις τὴν ἀλήϑειαν τῶν πεπραγμένων Dem. 29, 5, die Wahrheit bemänteln.
-
27 λαμπρότης
λαμπρότης, ητος, ἡ, Glanz, καὶ τάξις τοῦ στρατεύματος Xen. An. 1, 2, 18; καὶ κόσμοι Plut. Them. 8; τῶν ὅπλων Pol. 11, 9, 1; – Ruhm, Ansehen, Her. 2, 101; καὶ τιμαί Thuc. 4, 62; καὶ αὔχημα 7, 75; Folgde; τῶν πράξεων D. gie. 16, 66; – Glanz u. Pracht im Aufwande, Dem. 21, 158; auch Glanz der Rede, Rhett.; von der Stimme, Plut. Philop. 11; – ψυχῆς, Seelengröße, Pol. 32, 23, 1; D. Sic. 4, 40.
-
28 ἀπ-αγωγή
ἀπ-αγωγή, ἡ, 1) das Wegführen, τοῦ στρατεύματος Xen. An. 7, 6, 5; Wegschleppen, bes. ins Gefängniß, Pol. 5, 27. – 2) das Abtragen des Tributs, Her. 1, 6. 27. 2, 182. – bes. 3) in athen. Gerichtssprache, nach VLL. δί. κης ἐστὶν εἶδος· ἀπήγοντο οἱ κακοῦργοι πρὸς τοὺς ἕνδεκα, vgl. Herm. Griech. Staatsalterthümer §. 137. 139; Meier u. Schömann att. Proceß S. 227 ff. Das Wegführen des auf der That u. über einem anerkannten Verbrechen Ertappten, der ohne weiteres ins Gefängniß geworfen u. Ἕνδεκα übergeben wird; was z. B. bei allen Diebstählen, die über 50 Drachmen betrugen, Statt fand; ἐπ' αὐτοφώρῳ Lys. 13, 85; ἀπαγωγὴν ἀπάγειν ibid. 86; vgl. Antiph. 5, 9 Andoc. 1, 88 Dem. 24, 118. Auch die Klageschrift heißt in solchen Fällen ἀπαγωγή.
-
29 ἀπο-χράω
ἀπο-χράω, ion. ἀποχρέω (s. χράω, inf. ἀποχρῆν Luc. Hermot. 24 merc. cond. 5), hinreichen, genügen, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Epicharm. bei Ath. VII, 308 c; νῷν δὲ δύ ἀποχρήσουσι μόνω ϑανάτω Ar. Plut. 484; ἡλικίαν ἔχεις ἀποχρῶσαν ἤδη Ar. B. A. 439; ἑκατὸν νέες ἀποχρῶσι Her. 5, 31; ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος 7, 196; οὐδὲ τοῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς, sie begnügten sich nicht damit, Isocr. 4, 97; gew. 3. Person Sing., ἀπόχρη, ἀποχρήσει, es reicht hin, ἐμοί, für mich, ich bin damit zufrieden; vgl. Aesch. Ag. 1556; ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν Her. 1, 66; s. Plat. Phaedr. 275 b Rep. VI. 506 b; ἀπόχρη μοι τοσοῠτον, ἐάν – Isocr. 5, 28; Her. braucht so auch das med., ἀπεχρέετο 8, 14; aber ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν, da die Myser damit zufrieden waren, 1, 37; οὐκ ἀπεχρᾶτο ἄρχειν 1, 102; ἀποχρῶν, genügend, ξύμβουλος Plat. Alc. II. 145 c; ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ πρὸς τὰ κακά Phereer. bei Plut. de mus. 30 (V. 6). – Med. ἀποχράομαι, zu seinem Vortheil benutzen, ἀποχρήσασϑαι τῇ τοῠ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc. 7, 42; vgl. 6, 17; Folgde, bes. Pol.; – = χράομαι, 1, 45, 2; Plut. Pomp. 76; mißbrauchen, Dem. 17, 31 u. öfter; τῇ πολιτῶν φιλονεικίᾳ Plut. Them. 4; aufbrauchen, aufreiben, Plut.; tödten, Ar. bei Suid., vgl. B. A. 423.
-
30 αποχραω
ион. ἀποχρέω1) быть достаточным, хвататьποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος Her. — воды в реке не хватило, чтобы напоить войско;
ἀποχρῶν Plat., Plut. — вполне достаточный, пригодный, подходящий;ἀποχρήσει τὰ εἰρημένα Plut. — сказанного будет достаточно2) pass. довольствоваться, удовлетворяться(τινι и ποιεῖν τι Her.)
ἀπεχρέετό (и ἀπέχρα) σφι ἡσυχίην ἄγειν Her. — они были довольны, что могут наслаждаться покоем3) med. извлекать пользу, пользоваться(τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc.; τοῖς χρήμασιν и τὰ χρήματα Arst.; τῇ σχολῇ πρὸς κάλλιστον ἔργον Plut.)
4) med. злоупотреблять(τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶν Dem.; ἀποχρῆσθαι μᾶλλον ἢ χρῆσθαί τινι Plut.)
5) уничтожать, убивать(τοὺς ἄνδρας Arph., Thuc.)
-
31 βαρυς
βᾰρεῖα, βαρύ1) тяжелый, тяжеловесный Her., Plat., Arst., Plut.2) тяжеловооруженный(δύναμις Plut.)
τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen., τὰ βαρέα τῶν ὅπλων Polyb. и τὰ ἐν βάρεσιν ὅπλοις Diod. — тяжеловооруженные войска3) отяжелевший, ослабевший(σὺν и ἐν γήρᾳ, νόσῳ Soph.; ὑπὸ τῆς μέθης Plut.)
πολλοῖσι β. ἐνιαυτοῖς Theocr. — удрученный старостью;β. ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. — с трудом передвигающий ноги4) сильный, мощный, грозный(χείρ Hom.; δύναμις Polyb. - ср. 1; πόλις Diod.)
5) тяжелый, тяжкий, тягостный, тж. жестокий(ὀδύναι Hom.; πένθος, νόσος Pind.; τύχαι Aesch.; μῆνις Soph.; πόλεμος Dem.)
6) невыносимый, несносный(τοῖς συνοῦσι Plat.; ἡλίου θάλπος Anth.; φρόνημα Plut.)
7) трудный, затруднительный(τινι Soph.)
8) опасный(χωρίον Xen.)
9) разгневанный, гневный(βαρὺν θυμὸν ἔχειν Theocr.)
10) тяжелый или резкий(ὀδμή Her. и ὀσμή Arst.)
11) низкий, глубокий, глухо звучащий(φθόγγος Hom.; χορδή Plat.)
; но тж. сильный, мощный(φωνή Arst.; βρύχημα λέοντος Anth.)
12) угрюмый, мрачный(βαρύτερος τὸ ἦθος ὤν Plut.)
13) степенный, серьезный, важный(σεμνὸς ἢ β. Arst.)
14) суровый, строгий(εὔθυνος Aesch.)
15) грам. тяжелыйβ. συλλαβή Plat. — слог, произносимый с понижением тона (accentus gravis) -
32 διακλεπτω
1) разворовывать, раскрадывать(τὸ διακλαπὲν τοῦ στρατεύματος, sc. τῶν αἰχμαλώτων Thuc.; ὅσα διακέκλεπται τῆς οὐσίας Dem.)
ὅσα μέ διεκλάπη Plut. — то, что уцелело от расхищения2) тайно похищать(τινά Plut.)
3) утаивать, скрывать(λόγοις τέν ἀλήθειαν Dem.)
δ. τῇ ἀπολογίᾳ τέν κατηγορίαν Lys. — защитой скрывать обвинение, т.е. затушевывать вину4) укрывать(τινά Her.; διακλέψαι καὴ διασῶσαι τὸν ἀδελφόν Plut.)
δ. ἑαυτόν Plut. — тайно бежать, скрыться -
33 επεξετασις
-
34 επιστασις
- εως ἥ1) остановка(τοῦ στρατεύματος Xen.)
2) задержка, препятствие(ἐπιστάσεις καὴ διατριβαι Plut.)
πολλὰς ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις Soph. — у меня было много колебаний3) остановка внимания, внимание(ἄξιος ἐπιστάσεως Arst.)
μετὰ и ἐξ ἐπιστάσεως Arst., Polyb. — со вниманием, внимательно4) наблюдение, надзор(ἔργων Xen.)
5) почин, начало(τῆς ἱστορίας Polyb.)
6) расстановка, положениеτὰ σκάφη τέν ἐπίστασιν ἐπ΄ ἀλλήλοις εἶχεν Polyb. — суда были расположены друг за другом
-
35 ξυνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
36 οφελος
I.ὁ сикионское слово Arst. = ὀβολός См. οβολοςII.οὐδὲν σοί γ΄ ὄ. Hom. — никакой тебе пользы (не будет от этого);
αἴ κ΄ ὄφελός τι γενώμεθα Hom. — может быть окажем мы кое-какую помощь;τί δῆτ΄ ἂν εἴης ὄ. ἡμῖν ; Arph. — какую же пользу можешь ты принести нам?;τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν Hom. οτ — них никакой пользы;ὅ τι περ ὄ. τοῦ στρατεύματος Xen. — лучшая часть войска -
37 πορευω
1) перевозить, привозить, доставлять(τινὰ ἐφ΄ ἁρμάτων ἐς Ἆλιν Pind.; τινὰ ἐπὴ νεὼς ἐς δόμους Soph.; πορεῦσαι τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε Plat.)
τὸν ποταμὸν π. τινά Soph. — переправлять кого-л. через реку2) отправлять, присылатьὁ πορεύσας ξένος Soph. — приславший (тебя) друг
3) med. совершать путь, передвигаться, идти, ехать(ὁδοῖς τισι NT.)
π. τοῖν ποδοῖν Xen. — передвигаться пешком;π. μακροτέραν Xen. — следовать более длинным путем;ἀφικνοῦνται πορευόμενοι εἰς Κερασοῦντα τριταῖοι Xen. — на третий день пути они прибывают в Керасунт;δι΄ οὐρανοῦ π. Plat. — (о звездах) совершать свой путь по небу;δι΄ Εὐρίπου π. Thuc. — переправляться через Эврип;π. πρὸς περίπατον Plat. — отправляться на прогулку;ἀπὸ τοῦ στρατεύματος π. Xen. — уйти в сторону от армии;πορεύεσθαι ἐς ἀγρόν Plat. — уходить в деревню (за город);ἐκτὸς π. τῶν ὑποτεθέντων λόγων Plat. — отклониться от намеченной темы4) med. переходить, проходить, пересекать(τὰ ὄρη, τὰ δύσβατα Xen.)
π. τέν εἱμαρμένην πορείαν Plat. и κατὰ τὸ ὡρισμένον NT. — совершать предназначенный путь;τίνα φυγὰν πορευθῶ ; Eur. — куда бежать мне?;διὰ τῶν ὁμολογουμένων π. Xen. — держаться в кругу общепринятых взглядов;ὑπέροπτα χερσὴν ἢ λόγῳ π. Soph. — быть надменным в действиях или словах5) med. приступать, приниматься, начинать(εἰς πόνους Plat.)
ἐπ΄ ἔργον πορεύομαι Eur. — я приступаю к делу;ἐπὴ τὰ μετά τι π. Plat. — переходить к вопросу о чем-л.;διὰ τῶν ἡδονῶν π. Xen. — предаваться наслаждениям;π. εἰς τὰ κτήματα Dem. — вступать во владение имуществом6) med. вступать в половую связь(παρά τινα Her. и πρός τινα Diog.L.)
-
38 προπεμπω
тж. med.1) заранее или вперед посылать, отправлять(τινὰ σὺν ἑταίροσιν Hom.; φήμας τινί Soph.; προπεμφθέντες ὑπό τινος NT.)
π. τινὰ πρὸ τοῦ στρατεύματος Xen. — высылать кого-л. для следования впереди отряда2) давать, доставлять(βελέων τι Soph.)
προπέμψαι τινὰ τοῖς ἵπποις ἐπὴ τὸ στράτευμα Xen. — доставить кого-л. на лошадях в армию3) насылать, причинять(ἄχη τινί Soph.)
4) сопровождать, провожать(τινὰ ἔξω πόλιος Her.; τινὰ οἴκαδε Plut.)
π. τοὺς τελευτήσαντας Plat. — провожать покойников (на кладбище);π. τινὰ πρός τι Xen. — следовать за кем-л. до какого-л. места5) приводить6) уводить, увозить(τινὰ χθονός Eur.)
-
39 ρυμη
(ῡ) ἥ1) стремительность, стремительное движение, натиск, напор(τῶν ἵππων Xen.; τοῦ στρατεύματος Plut.)
χωρήσαντες ῥύμῃ Thuc. — стремительно продвигаясь;τῇ πρώτῃ ῥύμῃ Thuc. — в первом натиске;πτερύγων ῥ. Arph. — взмахи крыльев2) сила, порыв, тж. неистовство(τῆς ὀργῆς Dem.)
3) резкий поворот(τῆς τύχης Plut.)
4) (в римск. лагере) часть, участок, линия Polyb.5) переулок -
40 συνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход
См. также в других словарях:
Μονμορανσί-Μπουτβίλ, Φρανσουά Ανρί ντε-, δούκας του Λουξεμβούργου — (Francois Henri de Montmorency – Bouteville Παρίσι 1628 – Βερσαλίες 1695). Γάλλος στρατιωτικός. Ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα ως υπασπιστής του πρίγκιπα του Κοντέ, κερδίζοντας τον βαθμό του υποστράτηγου στη μάχη του Λαν (1648). Στη συνέχεια … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek