Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπο-κρίνω

  • 1 κρίνω

    (αόρ. εκρινα, παθ. αόρ. κρίθηκα и εκρίθην) μετ.
    1) судить (о чём-л.); считать, полагать, думать;

    κρίνω από την εμφάνιση — судить по внешнему виду;

    εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια — судить о других по себе;

    κρίνε κι' αποφάσισε рассуди и реши;
    κρίντε και μόνοι σας судите сами;

    τό κρίνω δίκαιο (σωστό) — я считаю, что это справедливо (правильно);

    τό δικαστήρνον έκρινεν αστήρικτον την κατηγορίαν суд посчитал необоснованным обвинение;

    εάν κρίνωμεν από τας συνεπείας — судя по последствиям;

    6*ν κρίνει κανείς από τα λεγόμενα του... — если судить по его словам...;

    2) высказывать мнение, давать отзыв;

    κρίνω βιβλίο (δρθρο) — рецензировать книгу (статью);

    τό δράμα του εκρίθη ευμενώς драма получила хорошие отзывы, была встречена благосклонно;
    3) решать (каким-л. образом);

    κρίν την τύχη — решать судьбу;

    κρίνομαι — решаться;

    σήμερα κρίνεται η τύχη μου — сегодня решается моя судьба;

    § μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε — не судите, да не судимы будете

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρίνω

  • 2 αποκρινω

         (ῑ)
        1) отделять, обособлять
        

    (ἐκ τοῦ πλήθους Plat.; χωρίς τινας Plut.)

        νόσημα ἀποκεκριμένον Plat. — местное заболевание;
        med.-pass. — отделяться, обособляться (ἀπο τινος Arst., τινος Plut.)

        2) отличать, различать
        

    ἀ. πρύμναν Her.придавать корме особую форму (по друг. расширять кормовую часть);

        pass.отличаться (τινος Her.)

        3) выбирать, отбирать
        ἐς τοῦτο πάντα ἀπεκρίθη Thuc. — все свелось к этому;
        εἰς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσθαι Thuc.отделиться (и объединиться) под одним названием

        4) предоставлять на выбор
        5) исключать, отвергать, отклонять
        

    (κρίνειν καὴ ἀ. τινάς Plat.)

        ἀ. τινὰ τῆς νίκης Arst.не признавать за кем-л. честь победы

        6) med. отвечать
        

    (τινι Arph. и πρός τινα Thuc., πρός τι Plat.; τὸ ἐρωτηθέν Thuc. или τὸ ἐρωτώμενον Xen.; τινί τι Xen., Eur., Luc.)

        7) med. быть ответчиком на суде
        

    (πρός τινα Arph.)

    Древнегреческо-русский словарь > αποκρινω

См. также в других словарях:

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»