Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τείχεα

См. также в других словарях:

  • τείχεα — τεί̱χεα , τεῖχος wall neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMPHION — I. AMPHION Hypsonis Pellaei fil. ex Argonautis unus, ftatri Deucalioni adeo vultu similis, ut ne Pater dignoscere potuerit. Val. Flacc. l. 1. v. 367. II. AMPHION fil. Iasii, imperavit Orchomeniis, Minyis, et Pyliis, teste Leontiô, aliô nomine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ECBATANA — I. ECBATANA plur. num. metropolis Mediae, vel ut quidam existimant, regia quaedam magna a Deioce rege Medorum. Strab. l. 11. Ceterum Echatana Polyb. l. 10. videntur πλούτῳ καὶ τῇ τῆς καταςκευῆς πολυτελείᾳ μέγα τι παρα τὰς ἄλλας διενηνο χέναι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικοσμώ — ἐπικοσμῶ, έω (Α) 1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.) 2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ 3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.) 4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν …   Dictionary of Greek

  • κυκλώπειος — α, ο (Α κυκλώπειος, εία, ον, θηλ. και ος) [Κύκλωψ] (κυρίως για τα γιγαντιαία τείχη τής Μυκηναϊκής περιόδου) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή έχει σχέση με τους Κύκλωπες («κυκλώπεια τ οὐράνια τείχεα», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. γιγάντιος, τεράστιος,… …   Dictionary of Greek

  • μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… …   Dictionary of Greek

  • περιπροβάλλω — Α προβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ κάτι μπροστά και γύρω από κάποιον («δυσμενέεσι διπλᾱ περιπροβαλόντες ἀνάρσια τείχεα πέτρης», Οππ.) …   Dictionary of Greek

  • συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»