-
1 ενιδρυω
(в чём-л.)1) устанавливать, помещать(ἥλιον ἐν οὐρανῷ, τὸν λογισμὸν τῇ κεφαλῇ Plut.)
2) med. ( прочно) утверждаться, селиться(πλατέεσσι πεδίοισι Theocr.)
3) med. воздвигать, сооружать(βωμοὺς καὴ τεμένεα θεοῖσι Her.; πόλιν Plut.; τείχεα θαλάσσῃ Anth.)
См. также в других словарях:
ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… … Dictionary of Greek
ἐνιδρυνθέντα — ἐνιδρύω set in aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐνιδρύω set in aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθεῖσα — ἐνιδρύω set in aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθεῖσαι — ἐνιδρύω set in aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθείη — ἐνιδρύω set in aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθείς — ἐνιδρύω set in aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθῆναι — ἐνιδρύω set in aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθῇς — ἐνιδρύω set in aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθέν — ἐνιδρύω set in aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθήσονται — ἐνιδρύω set in fut ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυνθῶσιν — ἐνιδρύω set in aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)