-
1 εισβασις
-
2 μηχαναω
преимущ. med. μηχᾰνάομαι, ион. μηχᾰνέομαι1) изготовлять, строить(τείχεα Hom.; πλοῖα Her.)
2) готовить, приготовлять(τάφον καὴ κατασκαφάς τινι Aesch.; λόγοι εὖ μεμηχανημένοι Dem.)
λαγὸν μηχανησάμενος Her. — искусно приготовив зайца3) создавать, устраивать(εἰσβάσεις Eur.; σκιάς Xen.)
4) замышлять, затевать, подстраивать(ἀτάσθαλά τινι Hom.; τὸ πᾶν ἐπί τινι Her.; οὐδὲν καινὸν ἐπι τινα Xen.; τάδε πρός τινα Her.; ταῦτα εἴς τινα Eur.; τὰ ἔχθιστα ἔς τινα Her.)
5) придумывать, выдумывать, изобретать(ἀριθμόν Plat.; τέχνας Xen.; πᾶσαν μηχανήν Plat., Plut.)
τινὰ δύναμιν εἰς σωτηρίαν μ. τινι Plat. — наделять кого-л. некой способностью самосохранения6) приобретать, добывать(μεμηχανημένα ἐξ ἀδίκου Xen.)
7) вызывать, возбуждать(γέλωτα τοῖς συνοῦσι Xen.)
См. также в других словарях:
εἰσβάσεις — εἴσβασις an entrance fem nom/voc pl (attic epic) εἴσβασις an entrance fem nom/acc pl (attic) εἰσβά̱σεις , εἰσβαίνω go on board aor subj act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είσβασις — εἴσβασις, η (Α) 1. είσοδος, τρόπος εισόδου («εἰσβάσεις μηχανώμενοι») 2. επιβίβαση 3. πρώτο στάδιο μαγικής τελετής … Dictionary of Greek