-
121 περικαλύπτω
A cover all round,πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει Il.17.243
, cf. 10.201 ;π. δένδρεον πίλῳ Hdt. 4.23
; τινὰ ἱματίοισι or ἐν ἱματίῳ, Hp.Aph.5.59, X.Cyr.7.3.14 : metaph.,π. σωτηρία τοὺς νόμους Pl.Lg. 793b
; τὸ θνητὸν περικάλυπτε τῷ θεῷ (sc. Διονύσῳ), i.e. get drunk, Diph.20 ;τὰ πάθη Plu.2.100f
; π. καὶ ἀρνεῖσθαι ib.1013e:—[voice] Med. and [voice] Pass., cover oneself all round, ib. 51d, etc.II put round as a covering, αὐτῷ.. περὶ κῶμα κάλυψα put sleep as a cloak around him, Il.14.359 ; τὸ σῶμα [ ψυχῇ] Pl.Ti. 34b ;π. τὰ Χερουβεὶν ἐπὶ τὴν κιβωτόν LXX 3 Ki.8.7
: metaph., π. τοῖσι πράγμασι σκότον throw a veil of darkness over the deeds, E. Ion 1522.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικαλύπτω
-
122 προσήκω
προσήκω (written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), [dialect] Dor. [full] ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. [full] ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—A to have come, be at hand, be present,χρεία προσήκει A.Pers. 143
(anap.);ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph. 229
, cf. OC35, El. 1142; ; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23;τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31
.II metaph., belong to, ; τῷ γὰρ προσήκει.. τόδε; whom does this concern? Id.El. 909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος.. προσῆκε; E.Ba. 1301;νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126
;τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6
, cf. Pl.R. 443a;ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d
, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to.., Id.R. 527d: sts. folld. byπρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100
, cf. D.C. 58.27.b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT 550; Τηρεῖ·.. ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar. Pax 616;προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84
;π. γένει Ar.Ra. 698
: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with.., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37;ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34
;οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20
, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av. 969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems,οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch. 173
; ; ;ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11
, cf. Pl.Phdr. 233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει.. λέγειν' tis not meet that thou.., A.Ag. 1551 (anap.), cf. E.Or. 1071, Pl.Grg. 491d, X.An.3.2.15 (the [tense] impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: [dialect] Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined,προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις.. στέργειν, σὲ δὲ.. νομίζειν Isoc.5.127
: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος)ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46
;ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180
, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.III freq. in Part. as Adj.,1 belonging to one,αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110
, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ([etym.] ἀλλότρια)ἐπικτωμένους Th.4.61
;οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40
, etc.2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24;ἡ π. σωτηρία Th.6.83
;τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R. 332c
; , cf.Epin. 985d;ἔλεος D.21.196
, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.;τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16
; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl. 214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra. 413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb. 36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; soοὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67
: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R. 496a;λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg. 811d
.3 of persons, akin,τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128
, cf. A.Ch. 689;γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1
;οἱ προσήκοντες γένει E.Med. 1304
, cf. Pl.Lg. 874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.;οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14
, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; alsoοἱ π. τινός Th.1.128
, Lys.18.1, Pl.Ap. 34b;οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24
;πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap. 33d
; [dialect] Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R. 539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra. 397b: c. inf., θεὸν.. οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40;οὐδὲν π... ἐπιτάσσειν Id.6.82
, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10;ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht. 196e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήκω
-
123 σαυσιαλεῖ
σαυσιαλεῖ· μαστιγᾶται, Ἠλεῖοι, Hsch. [full] σαυτορία· σωτηρία, Amerias ap.Hsch. [full] σαυχμόν· σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαυσιαλεῖ
-
124 συναγορεύω
συνᾰγορ-εύω (the [tense] fut. in use being συνερῶ (v. συνερέω), [tense] aor. συνεῖπον (q.v.), [tense] pf. συνείρηκα):—A advocate a course of action jointly with, ὁ Εὐρυμέδων αὐτῷ ταῦτα ξ. Th.7.49, cf. 6.6, 8.84, Lys.12.25, X.Cyr.2.2.21, 2.3.16, Plu.Fab.18, etc.: c. inf.,σ. στρατιὰν ποιεῖν X.HG5.2.20
; folld. by ὡς Χρεὼν εἴη.., Id.Cyr.6.2.24:—[voice] Pass., τὸ συναγορευόμενον the course advocated, Plu.2.841f; ἡ συναγορευομένη is dub.l. in PStrassb.41.23 (iii A.D.).2 c. dat. rei,Ῥοδίων σ. τῇ σωτηρίᾳ D.15.15
;σ. νόμῳ Arist.Rh.Al. 1424b16
; τῇ συμμαχίᾳ ib.35;ταῖς ἐπιθυμίαις Isoc.5.3
; σ. τοῖς λεγομένοις agree or assent to, Id.4.139;τοῖς κακῶς εἰρημένοις Gal.16.516
, cf. 589, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγορεύω
-
125 συνελαύνω
Aσυνεληλάμενος Arat.176
(on the accent, v. A.D.Adv.135.5, al.), butσυνεληλαμένος Plb.4.48.2
, Aret.SA2.1: [tense] plpf. : [tense] aor. [voice] Pass.- ηλάσθην Plb.18.22.6
, LXX 2 Ma.5.5, Plu.Caes.17, BGU 1568.7 (iii A.D.). Used by Hom. only in [tense] pres. and [dialect] Ep. [tense] aor. (exc. σὺν δ' ἤλασε in tmesi); he uses the form ξυν- where required by the metre:— drive together,ληΐδα δ' ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν Il.11.677
;τὰς μὲν [βοῦς] συνέλασσεν ἐς αὔλιον h.Merc. 106
, cf. X.Cyr.1.4.14; σὺν δ' ἤλασ' ὀδόντας drove his teeth together, Od.18.98; hammer together, Plu.2.567e; weld iron, Hp.Vict.1.13; draw together,συνέλασσε κάρη χεῖράς τε h.Merc. 240
; drive, force,τινὰ εἰς ὀλοὴν κῆρα AP7.614.10
(Agath.), cf. Jul.Ep. 89b;σ. εἰς στενόν Luc.Herm.63
:— [voice] Pass., to be driven or forced into a contracted space, compressed, Epicur.Ep.2p.50U., Plb.4.48.2, Placit.4.1.4; εἰς βραχὺ διάζωμα ς. to be contracted into.., Plu.Phoc.13: metaph.,εἰς ἀπορίαν ἐσχάτην ἡ σωτηρία συνηλάθη Chor. p.226
B.;συνεληλαμένοι σφυγμοί Aret. SA2.1
.2 constrain, force,τινὰ ἀποστῆναι τῶν οὐ δικαίως αὐτῷ προσηκόντων Sammelb.5357.11
(v A.D.); σ. τινὰ πρὸς εὐγνωμοσύνην bring him to reason, ib. 13 ([voice] Pass.), cf. PLond.5.1711.60 (vi A.D.); εἰς τέλος ς. bring to an end, PMonac.13.70 (vi A.D.).II match in combat, set to fight,θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι Il.20.134
;θεοὺς ἔριδι ξυνελαύνεις 21.394
: abs.,ξυνελάσσομεν ὦκα Od.18.39
.2 intr., ἔριδι ξυνελαυνέμεν meet in quarrel, Il.22.129.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνελαύνω
-
126 συνεπιλαμβάνω
A take part with a person,λόγῳ καὶ ἔργῳ σ. τινί Th.2.8
;τοῦ βίου Max.
Tyr.14.7;πρὸς ἀσφάλειαν ἑκατέρῳ ἑκάτερος Id.16.8
: c. dat. rei,τῇ σωτηρίᾳ τῆς νεώς.. Id.21.4
: abs., assist, PPetr.3p.57 (iii B.C.), Arr.An.6.3.3, Gal.6.212.II [voice] Med., take part in together, partake in, c. gen. rei, τοῦ στρατεύματος, τοῦ πολέμου, Hdt. 3.48, 5.45, cf. Th.8.26: abs., Id.1.115, OGI244.36 (Daphne, iii/ii B.C.).2 σ. τινί τινος take part with or assist one in a thing,σ. τινὶ τοῦ ἔργου Luc.Prom.13
, cf. Im.8; σ. τισὶ σωτηρίας help them towards it, Plb.11.24.8, etc.; σ. τισὶ τοῦ φόβου contribute towards increasing their fear, Th.6.70: c. dat. pers. only, take part with, support, Id.3.74, Plb.5.90.2, etc.; συνεπιλαβοῦ (sc. αὐτῷ) ἵνα κομίσηται help him to recover (the money), PCair.Zen.553.9 (iii B.C.);συνεπιλαβόμενος τοῦ ἐντυχεῖν αὐτὸν Ἀπολλωνίῳ τὴν ταχίστην PMich.Zen.23.7
(iii B.C.).3 c. gen. pers., τῶν Ἑλλήνων ς. help in (the persuasion of) the Greeks, Plu.Them.12.4 c. gen. rei, take also into consideration, Ptol.Phas.p.11 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιλαμβάνω
-
127 τετραστάτηρος
II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραστάτηρος
-
128 τροπαῖος
II of or for defeat (τροπή 11
), τροπαῖά τ' ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (sc. σφάγια) E.Heracl. 402; Ζεὺς Τ., as giver of victory, S.Ant. 143 (anap.), Tr. 303, E.Heracl. 867, IG22.1028.27; hence στήσαιεν Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος ib.2.2717.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπαῖος
См. также в других словарях:
σωτηρία — σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual σωτηρίᾱ , σωτηρία deliverance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτηρία — Σωτηρίᾱ , Σωτηρία deliverance fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτηρίᾳ — Σωτηρίᾱͅ , Σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σωτήρια — Σωτηρία deliverance fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… … Dictionary of Greek
σωτηρίᾳ — σωτηρίαι , σωτηρία deliverance fem nom/voc pl σωτηρίᾱͅ , σωτηρία deliverance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σωτήριᾳ — Σωτήριαι , Σωτηρία deliverance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήρια — σωτήριος saving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπέλλου, Σωτηρία — (Δροσιά Εύβοιας 1921 – Αθήνα, 1997). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια που το 1940 μετοίκησε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες – συνελήφθη… … Dictionary of Greek